Αυτό μου το είχε πει μια πρώην φίλη μου (και νυν ορκισμένη εχθρά μου) για μια άλλη πρώην (και κοινή μας) φίλη, που αυτές μισιόντουσαν και ανταγωνίζονταν μεταξύ τους.
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Άθεος από μικρός, από άθεους γονείς, μεροκαματιάρηδες. Υλιστές δεν θα τους έλεγες. Όχι. Ήτανε πάντα ανοικτή η πόρτα τους. Κι από το υστέρημά του «φίλευαν» ξένους και περαστικούς. Όποιος είχε ανάγκη εύρισκε στο σπίτι τους στέγη και θαλπωρή.
Ακόμα και η Τουρκάλα χανούμ που έφερε ο παππούς του ο Κώστας ως λάφυρο από την Μικρασιατική Εκστρατεία. Θρονιάστηκε η σύγχρονη Κασσάνδρα στην κουζίνα, στρογγυλοκάθησε στον σοφρά και σερβιρίστηκε πλουσιοπάροχα από την παρ' ολίγον Κασσάνδρα γιαγιά του. Μπορεί μέσα της να έβραζε, αλλά τον διπλού πέλεκυ από την «ντράβα» δεν ξεκρέμασε. Μήτε το κασάρι, μήτε το δραπάνι. Ούτε καν τον κασμά.
Το πρωί απλώς πήρε τα μπογαλάκια της και κατευθύνθηκε
(συστημένη) προς την διπλανή καπνοβιομηχανία. Μετά την ερωτεύτηκε ένας
εισπράκτορας των ΚΤΕΛ και καλοπαντρεύτηκε.
Ο παππούς πτώχευσε στην Κατοχή, ενώ τα τρία αδέλφια του (οι μαυραγορίτες) πλούτισαν και «καζάντισαν».
Οι γονείς πέρασαν τον Εμφύλιο και την Χούντα από Μακρόνησο μέχρι ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μεγάλη η διαδρομή και το καΐκι τού προκαλούσε ναυτία. Άσε εκείνες τις πέτρες που αντηχούσανε ακόμη εφιαλτικά ουρλιαχτά.
Έτσι μεγάλωσε. Χωρίς Αγία Γραφή αλλά με του Λένιν το «Ένα βήμα εμπρός δύο βήματα πίσω». Αυτός ο τίτλος τού άρεσε ήδη από το Δημοτικό Σχολείο. Προσπαθούσε μάλιστα να τον αυτοσχεδιάσει στην τσιμεντωμένη αυλή με το πηγάδι. Ζωγράφιζε με κιμωλία μια γραμμή, τράβαγε τρεις χαρακιές και ταλαντευότανε… ένα βήμα εμπρός, δύο βήματα πίσω.
Στις εκκλησίες δεν πολυσύχναζε. Τον τρόμαζε ο κόσμος. Τα κεριά, οι αναθυμιάσεις και τα θυμιατά.
Όμως έμπαινε συχνά στα ξωκλήσια, ειδικά την ώρα τού δειλινού, ή καθότανε έξω, κάτω από το κυπαρίσσι για να τρυγήσει κάποιας συμμαθήτριάς του το φιλί.
Από αγγέλους δεν κάτεχε. Μόνον τού άρεσε εκείνη η τρυφερή αυστηρότητά τους.
Μια φορά, στην αρχαία Αγορά, συναπαντήθηκε με την εικόνα «Οι άγιοι Ασώματοι». Ήταν σαν τρακάρισμα με νταλίκα στην Εθνική Οδό! Έμεινε με τις ώρες καθηλωμένος μπροστά στο αντίγραφο κάποιας (άγνωστης σ' αυτόν) βυζαντινής εικόνας. Κοίταγε τόσο έντονα για τόσο πολλή ώρα που παρανόησε. Άρχισε να ακούει φωνές. «Μα είμαι άξιος να στέκομαι εδώ, μπροστά σας;», άκουσε τον εαυτό του να ερωτά. «Μα εσύ δεν είσαι άξιος χαζούλη;», τον κεραυνοβόλησε στεντορεία φωνή, λες κι έβγαινε από (τα κλειστά) μεγάφωνα. Βγήκε έξω τρέχοντας, έντρομος κι από τότε δεν ετόλμησε να μπει σε ναού μισόφως.
Μέχρι φέτος τού Αγίου Πνεύματος, που ενθυμήθηκε τα περίφημα «σαράντα κύματα» (απωθημένη τελετουργία από την πρώτη τάξη του Δημοτικού, επί χούντας – πήγε μάλιστα έναν χρόνο νωρίτερα γιατί τότε δεν υπήρχαν νηπιαγωγεία κι εκείνος, βλέπεις, βιαζότανε να μάθει γράμματα, να απελευθερωθεί από την χειρωνακτική δουλεία τής αγροτικής ζωής).
Μπήκε λοιπόν στη θάλασσα δειλά στην κρύα θάλασσα (ήτανε βαρύς ο χειμώνας εφέτος, ακόμα τα λιωμένα χιόνια κατεβαίνουν από τα βουνά) και ξάφνου παραφρόνησε… Είδε φλόγες γύρω του κι άπειρες πεταλούδες, πολύχρωμες, να κάνουνε μακροβούτια στα κύματα – μερικές μάλιστα φαινόντουσαν σαν αθλητές/αθλήτριες τού wind surfing. Ένιωσε το κορμί του πανάλαφρο, να ανεβαίνει ιλιγγιωδώς προς τα επάνω, σαν να τον ρουφάει κάποια ηλεκτρική σκούπα, αόρατη και τρομερής ισχύος (δισεκατομμυρίων κιλοβάτ). «Μήπως αυτή είναι η μαύρη τρύπα στο κέντρο τού Γαλαξία;», πρόλαβε να σκεφτεί με το γήινο μυαλό του. Κι αμέσως μετά χάρηκε, χάρηκε πολύ. Είδε το φωτεινό τούνελ που περιγράφουν τα βιβλία με εμπειρίες από το Επέκεινα, αγροίκησε μουσικές, σαν αγγελικές χορωδίες, μύρισε αρώματα που δεν έχει «ακούσει» ανθρώπου μύτη και στο τέλος άκουσε τον εαυτό του να λέει «Επιτέλους, πέθανα!!!».
Ξύπνησε στην αμμουδιά με μια ναυαγοσώστρια να τον φιλάει παθιασμένα στο στόμα. Κάτι ρουφηχτά πουλιά που ποτέ πριν δεν είχε νιώσει. «Έπρεπε να πεθάνω λοιπόν για να νιώσω άνθρωπος;» είπε φωναχτά (σε κάποιο διάλειμμα τού French kissing). Τότε όλοι γέλασαν, τον κεράσανε ούζα κι από τότε πήρε άλλη ρότα η ζωή του. Έγινε έξω καρδιά, γενναιόδωρος (καλά, αυτό ήτανε πάντα), εργατικός, σκανδαλιάρης, η χαρά τής παρέας!!!
Του Αγίου Πνεύματος όλ' αυτά. Τυχαίο; Τι να πω; «Ό,τι και να σας πω θα σας πω ψέματα», όπως έλεγε αθώα και μισοκακόμοιρα η «ανθηρόστομη» γιαγιά του Αγγελική. Δεν κάτεχε σχεδόν τίποτα από τα θεία, αλλά έτρεφε ένα ανεξήγητο, ενστικτώδες θα έλεγα, δέος για το Άγνωστο.
Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας
Η τρέλλα εθεωρείτο κολλητική στον Μεσαίωνα
Η τρέλλα εθεωρείτο κολλητική (στον Μεσαίωνα) από τους νοητικώς ασταθείς – «με στραβό κοιμήθηκες το πρωί θα αλληθωρίζεις» - μα ποιος του είπε να …πηδάνε κάθε τι διαφορετικό – ό,τι περπατάει κι ό,τι κουνιέται, άμα λάχει, ότι νά 'ναι, δηλαδής – και με το συμπάθειο.
ΠΑ-τέρας
Διονυσίου Σολωμού Λάμπρος. [1]
ΟΝΕΙΡΟΦΑΝΤΑΣΙΕΣ
Το Σύμπαν είναι ρευστό. Και τα οικοδομήματά μας επίσης. Είδα πως είχαμε μετακομίσει σε καινούργια εξοχική κατοικία που θα ήταν όμως και μόνιμη διαμονή. Τα πατώματα κλιμακωτά και κεκλιμένα. Σαν ζελέ. Πάλλονταν. Όχι μόνον με τους βηματισμούς αλλά και με τον αέρα!!! Στα ιδιαίτερα δώματα μια στρογγυλοπρόσωπη Ασιάτισσα, φοιτήτρια ίσως. Κάπως...
του Κωνσταντίνου Μπούρα
του Κωνσταντίνου Μπούρα
του Κωνσταντίνου Μπούρα
(Kεφάλαιο 1 έως 3)
Οι μυστικές ιστορίες του Οθέλλου Ηστ
Οι χειμώνες της καρδιάς μου