Ένα παραμύθι για μεγάλους
◼Στον
Κόσμο των Ανθρώπων
Το γεροντάκι της ιστορίας μας για άλλη μια μέρα αφού περιπλανήθηκε
στους δρόμους της Αθήνας τρικλίζοντας και σκοντάφτοντας στα κατεστραμμένα πλακάκια
της Μιχαλακοπούλου, ζητιανεύοντας έξω από τα λαμπερά της μαγαζιά, στολισμένα με
κόκκινα αυγά και λαμπάδες, γεμάτα παιχνίδια
και ρούχα πολύχρωμα, ζωντανά σαν τον ανοιξιάτικο ουρανό της.
Γύρισε με δυσκολία στο ανήλεο, υγρό και σκοτεινό δωμάτιό
του, έβγαλε τη χαρτοσακούλα από τη σκισμένη τσέπη του, την άνοιξε και από το μπουκάλι
που έκρυβε μέσα της άδειασε το περιεχόμενό του με μιας και αφού έκανε μια γκριμάτσα ευχαρίστησης σωριάστηκε
στο πάτωμα δίπλα στο κατεστραμμένο τραπέζι
του με την ξεχαρβαλωμένη καρέκλα που το συντρόφευε πολλά χρόνια τώρα.
Είχε βραδιάσει, σε λίγες ώρες θα πλησίαζε η γιορτή της Ανάστασης
του Κυρίου. Η άνοιξη σκόρπιζε τις ευωδίες της και το νυχτερινό αεράκι
τις μετέφερε στα ρουθούνια των περαστικών χαρίζοντας τους τη δροσιά της.
Ξαφνικά ένα πέπλο απλώθηκε και τύλιξε το ανήλεο δωμάτιο του γεροντάκου, και τον έκανε αόρατο στα μάτια του κόσμου, το ξωτικό που μέσα του κρατούσε απαλά τον γέροντα με τα δύο του χέρια ψηλά με τη δύναμη που του χάριζε η αστερόσκονη, με μιας το μαγικό πέπλο σαν σύννεφο σηκώθηκε και χάθηκε στον καθάριο ουρανό. Τους οδηγούσε στο εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα, ο Snow διέκρινε από ψηλά, τον κόσμο με τις πολύχρωμες λαμπάδες να κατευθύνεται προς το εκκλησάκι και κάπου ανάμεσα στο πλήθος την Ελευθερία να κρατά αγκαζέ ένα κύριο, υπέθεσε πως ήταν ο σύζυγος της και μπροστά της να πηγαίνουν κατά πάσα πιθανότητα τα δύο παιδιά της οδεύοντας και αυτοί προς τον Άγιο Σπυρίδωνα.
Σαν φθάσανε στην
εκκλησιά, βρήκαν ένα σημείο δίπλα σε ένα πλάτανο και στάθηκαν για να ακούσουν το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης του Κυρίου.
Ο Snow προσγειώθηκε λίγο άτσαλα αλλά τα κατάφερε, το σημείο που διάλεξε για να κατέβουν, ένα ξέφωτο πίσω από μια τεράστια συκιά, ήταν το κατάλληλο γιατί έτσι μπορούσαν από εκεί να βλέπουν καθαρά την οικογένεια της Ελευθερίας, ευτυχώς όταν πάτησαν στο έδαφος κράτησε σταθερά το γεροντάκι για να μη του φύγει από τα χέρια του.
Αφού πέρασαν μερικά λεπτά, κούνησε απαλά για να ξυπνήσει τον Στρατή- έτσι λέγανε το γεροντάκι- και του είπε χαμηλόφωνα «Κυρ Στρατή
η ευχή σου πραγματοποιήθηκε έστω και λίγο αργά, αλλά πραγματοποιήθηκε, δες την Ελευθερία
σου για λίγο και μετά πρέπει να σε γυρίσω πίσω από εκεί που σε πήρα, να ξέρεις
ότι δυστυχώς η ίδια δεν μπορεί να σε δει.»
Στις πρώτες στιγμές ο γέροντας ήταν τρομαγμένος κοιτούσε
με περιέργεια και φόβο αυτό το αστείο ανθρωπάκι με τα μυτερά αυτιά που του
μιλούσε, αλλά κοιτώντας στο βάθος όπως του έδειξε με τα μικρά αστεία χέρια του
ο Snow είδε την Ελευθερία, σήκωσε με μιας τα μάτια του προς τον ουρανό και ευχαριστούσε τον Θεό για την
ευχή που του πραγματοποίησε «Χριστός Ανέστη Ελευθερία» μονολόγησε την ώρα που ο Ιερέας, ο Πάτερ Ιωάννης, έψαλε με τη μπάσα του φωνή το «Χριστός Ανέστη».
«Χριστός Ανέστη καρδούλα μου» συνέχισε ψιθυρίζοντας και
ξέσπασε σε κλάματα χαράς μετά από χρόνια ζούσε μια στιγμή ευτυχίας.
«Χριστός Ανέστη ο Κύριος» ψιθύρισε η Ελευθερία και αγκάλιασε τον άντρα της και τα δυο της
παιδιά, ο Στρατής δακρυσμένος ευχαριστούσε το ξωτικό με ευχές ενός γέροντα που έστω από μακριά μπορούσε να δει ότι λάτρεψε περισσότερο
σε αυτό τον άθλιο κόσμο.
Οι οικογένεια ξεκίνησε να φέρει το άγιο φως στο σπιτικό
τους γελώντας ανταλλάσσοντας ευχές και τσουγγρίζοντας διαδοχικά τα κόκκινα αυγά
που είχε βάψει με μαεστρία η Ελευθερία τη Μεγάλη Πέμπτη, νικητής ο μεγάλος της
γιός, που καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι κρατώντας όλο περηφάνια το κόκκινο αυγό
του.
Το ξωτικό έριξε λίγο ακόμα αστερόσκονη στον Στρατή, τον
σήκωσε απαλά προς τον ουρανό και πέταξαν ψηλά με
συντροφιά το νυχτερινό δροσερό αεράκι.
Ο Snow αφού
έκανε έναν αριστοτεχνικό ελιγμό περνώντας μέσα από το μικρό παράθυρο που έβλεπε
στον ακάλυπτο της οικοδομής, επέστρεψε τον γέροντα στο άθλιο μουντό διαμέρισμα του. Προσεκτικά τον τοποθέτησε στο πάτωμα δίπλα στο κουτσό
τραπέζι και ξεκίνησε τον δρόμο του γυρισμού βαθιά ικανοποιημένος για το αίσιο
τέλος της αποστολής του αν και γνώριζε τι θα άκουγε από τον Κύρη του μόλις θα
καταλάβαινε την απουσία του.
O Στρατής για πρώτη φορά μετά από χρόνια δεν άγγιξε το μπουκάλι
που θρονιαζόταν μέσα σε μια χαρτοσακούλα και που και που το σήκωνε και έπινε
γουλιά-γουλιά το περιεχόμενο του.
Ξύπνησε χαμογελαστός και αποφάσισε να πάει στο κουρείο
του κυρ Σταμάτη για να ξυριστεί και να κουρευτεί, μετά θα έκανε ένα ζεστό μπάνιο μέσα στη σκάφη που είχε τόσο καιρό να χρησιμοποιήσει
και θα ξεκινούσε να βρει την Ευτυχία.
Πίστευε πια -μετά τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας-πως άξιζε
τον κόπο να ξαναπροσπαθήσει να αρπάξει τη ζωή του από την αρχή και να χαρεί όσες στιγμές του απόμειναν.
◼Το όραμα
«Καλημέρα Ελευθερία» «Καλημέρα Γιώργη έλα το πρωινό είναι
έτοιμο» «Τα παιδιά θα κατέβουν σε λίγο, Κυριακή του Πάσχα είναι
τα άφησα να κοιμηθούν λίγο, ξενύχτησαν χθες, βγήκαν με του φίλους του, τα
ξημερώματα γυρίσανε.»
Κάθισαν αντικρυστά στο τραπέζι της κουζίνας και
απολάμβαναν το πλούσιο πρωινό που με μεράκι και άφθονη δεξιοτεχνία έφτιαξε η Ελευθέρια, κόκκινα αυγά, τσουρέκι
χειροποίητο και μέλι από τον κυρ. Παύλο τον μελισσοκόμο της περιοχής τους.
Μετά από μια γουλιά δροσερού φυσικού χυμού πορτοκάλι ο
Γιώργος κοίταξε στα μάτια την Ελευθερία «Χρυσαφένια μου χθες είδες και εσύ ότι
είδα; ήταν μία στιγμή, δεν ξέρω αλλά μου φάνηκε πως μέσα σε να λευκό σύννεφο
στεκόταν ένας μεσήλικας και τον κρατούσε από το χέρι ένα κοντό περίεργο ανθρωπάκι
σαν τις καρικατούρες που απεικονίζουν ξωτικά, στην αρχή ένοιωσα περίεργα αλλά
ώσπου να συνειδητοποιήσω τι βλέπω χάθηκαν
με μιας, το είδες και εσύ; ή ήταν της φαντασίας μου ή από τα πολλά καπνογόνα
και τα βεγγαλικά δεν κατάλαβα τι έβλεπα.» Χαμογέλασε κάπως προβληματισμένος και συνέχισε να πίνει αργά
τον χυμό και να μασουλάει απολαμβάνοντας ένα κομμάτι από το πασχαλιάτικο τσουρέκι.
Η Ελευθερία, γύρισε το πρόσωπο της προς το παράθυρο για να μην δει την έκπληξη της, νόμιζε
πως ήταν όραμα όταν είδε και αυτή τον αγαπημένο της Στρατή με ένα κοντό ανθρωπάκι
μέσα σ ένα σύννεφο που έλαμπε και ακτινοβολούσε ένα λευκό φως, να την κοιτά στα μάτια για λίγα λεπτά
και μετά να χάνεται ξαφνικά όπως εμφανίστηκε.
«Νομίζω πως
κάτι είδα αλλά πιστεύω ότι μας γέλασαν τα μάτια μας, θα αντιφέγγιζε από τα
βεγγαλικά μετά το Χριστός Ανέστη και θα μας φάνηκε, αγάπη μου, άντε παιδιά
κατεβείτε να φάτε μεσημέριασε.» έκανε πως
φώναζε η Ελευθερία και στάθηκε στο παραθύρι βουρκώνοντας από συγκίνηση.
Ακόμα και
σήμερα σκέφτηκε, ο Στρατής ο δικός της Στρατής
ήταν μετά την οικογένειά της το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή της και ας
χάθηκε ξαφνικά και ας λύγισε από τις ευθύνες της αποτυχημένης του ζωής τον
αγαπούσε, ίσως ο Θεός να την αξίωνε κάποτε να τον ξαναδεί, με αυτήν τη σκέψη βγήκε
στην αυλή να καθαρίσει τα άνθη τη λεμονιάς που σκόρπιζαν την ευωδία τους καθώς έπεφταν
στις πέτρες που διακοσμούσαν την μικρή αυλή τους. Έτσι κανείς
δεν θα έβλεπε τα δάκρυα που πλημμύρισαν σαν χιόνι τα γαλανά της μάτια, ούτε τη συγκίνηση της για το θαύμα της χθεσινής μέρας.
◼Προς τον Κόσμο του παραμυθιού
Ο Snow ανήσυχος παρατηρούσε ξανά και ξανά το μαγικό σακουλάκι με
την αστερόσκονη, ήταν άδεια σε λίγα λεπτά θα έσκαγε σαν καρπούζι πάνω στη γη
των ανθρώπων αν και χίλιες φορές του είπε η Φεγγαρόλουστη να προσέχει αυτός
παρασυρμένος από την έξαψη της αποστολής του σκόρπισε σχεδόν άσκοπα το μαγικό απόθεμα
του.
Σε λίγες στιγμές θα άρχιζε σαν μολύβι να σκίζει
την ατμόσφαιρα προς το έδαφος, έσφιξε τα μάτια, δίπλωσε τα πόδια, μπας και γλυτώσει, η πτώση είχε αρχίσει, τα γόνατα του από την τριβή καίγανε, τα πολύχρωμα ρούχα του αρχίσαν να βγάζουν μικρές
φλογίτσες, φώναζε όσο μπορούσε πιο δυνατά μπας και τον ακούσει και τον λυπηθεί ο κύρης του και τον σώσει.
Άρχισε όσο πλησίαζε προς το έδαφος να διακρίνει ένα δέντρο, πήγαινε κατευθείαν πάνω του, μηλιά μονολόγησε είναι, μια μηλιά θα με σκοτώσει, θρύψαλα θα με κάνει, σκέφτηκε τρομοκρατημένος και άρχισε πάλι να φωνάζει με όση δύναμη του απόμεινε «Βοήθεια ένα χριστιανός να με σώσει υπάρχει;»
Λίγο πριν συγκρουστεί ο Snow με το δεντρί, εμφανίστηκε μέσα από μια δίνη που δημιουργήθηκε ξαφνικά πάνω από την μηλιά, ένα τόσο δα πλάσμα που τον άρπαξε με μιας, λίγα εκατοστά πριν σκάσει πάνω στον κορμό του δέντρου και πέταξε ψηλά προς τα σύννεφα.
«Φεγγαρόλουστη»
φώναξε το ξωτικό «Σε ευχαριστώ σε ευχαριστώ! αν αργούσες λίγο ακόμα θα με μαζεύαν με τα κουταλάκια» « Καλά που σε παρακολουθούσα
από μακριά, σου είπα να προσέχεις με τη μαγική σκόνη» Του είπε αυστηρά η Φεγγαρόλουστη
και συνέχισε «Ευτυχώς σε λυπήθηκε ο Άγιος και για καλή σου τύχη να είναι αυτός το αφεντικό μας, και σε συγχώρησε, παρόλο που παράκουσες την εντολή του, γιατί έχεις μεγάλη καρδιά, έτσι με κάλεσε λίγες ώρες αφού εξαφανίστηκες από το χωριό μας και μου έδωσε εντολή να σε
γυρίσω πίσω στον κόσμο μας σώο και αβλαβή ότι και να γίνει».
Πιασμένοι πια χέρι-χέρι πέταξαν μακριά για τον κόσμο των παραμυθιών και των ξωτικών, η ευχή του γέροντα είχε πραγματοποιηθεί, ο Snow με κίνδυνο της ζωής του τήρησε την υπόσχεση του, τώρα βέβαια τον περίμενε ένα γερό κατσάδιασμα από τον κύρη του, αλλά χαλάλι, άξιζαν όλα όσα πέρασε για το γλυκό χαμόγελο του Στρατή όταν αντίκρισε την Ελευθερία του.
Εκείνη τη στιγμή το ημερολόγιο έδειχνε ότι ξημέρωνε η δωδέκατη μέρα του Μαΐου.