Κάτω από τον μουντό Αττικό ουρανό βάδιζε με σκυμμένους τους ώμους ένα γεροντάκι, σκουντουφλώντας στα χαλασμένα πεζοδρόμια της Μιχαλακοπούλου, είχε πάρει την κατεύθυνση για το Λαϊκό νοσοκομείο, στο ένα του χέρι κρατούσε μια χαρτοσακούλα που στην άκρη της ξεμύτιζε το στόμιο ενός μπουκαλιού που κάπου κάπου το σήκωνε και έπινε γουλιά γουλιά το περιεχόμενό του.
Έστριψε σένα μικρό δρομάκι και μπήκε σε κάτι χαλάσματα τα προσπέρασε, ανέβηκε κάτι σκαλοπάτια, μαυρισμένα από τον καιρό και έφτασε μπρος σε μία οικοδομή που ήταν ερείπιο στην όψη, ξεχαρβαλωμένες εξώπορτες, οι σοβάδες να πέφτουν και τα κάγκελα σκουριασμένα και σε κάποιες πλευρές κατεστραμμένα.
Άνοιξε την πόρτα από το διαμέρισμα του που βρισκόταν στο υπόγειο και μπήκε στο σκοτεινό του δωμάτιο. Οι τοίχοι του έσταζαν από την υγρασία, μαυρισμένοι και γεμάτο τρύπες από τους σουβάδες που έπεφταν κάθε λίγο και λιγάκι, νόμιζες ότι χιόνιζε μέσα στο ανίερο δωμάτιο.
Η σκόνη έκανε αποπνικτική την ατμόσφαιρα, αλλά ο γεροντάκος άναψε μια λάμπα πετρελαίου και την έβαλε πάνω στο τραπέζι που του έλειπε ένα πόδι και το στήριζε με κάτι τούβλα που μάζεψε από τα χαλάσματα, τα είχε τοποθετήσει το ένα πάνω στο άλλο για να παίζουν τον ρόλο του ποδιού που έλειπε.
Πήρε μια κόλα χαρτί, σχεδόν κίτρινη είχε γίνει από τον χρόνο και την υγρασία, έβγαλε από την τσέπη του γιλέκου του ένα στυλό και άρχισε να γράφει, τα γράμματα του στρογγυλά λες και τα έγραφε γραφομηχανή «Γέροντα όπως ξέρεις ποτέ δεν σου ζήτησα κανένα δώρο δεν είχα τον χρόνο από μικρός, πέντε χρονών ήμουν δεν ήμουν και πουλούσα κουλούρια στο μηχανοστάσιο του Ο.Σ.Ε. Δούλευα και σπούδαζα, η ζωή τα έφερε έτσι και έμεινα μόνος, κακός χαρακτήρας, σκληρός σαν άνθρωπος δεν έκανα φίλους, ανέβηκα ψηλά και έπεσα χαμηλότερα με πολύ κρότο.» Το πρόσωπο του σκοτείνιασε βούρκωσε, με την αναστροφή του χεριού του σκούπισε τα υγρά μάτια του και συνέχισε να γράφει «Αν και είναι αργά πια, πέρασαν εδώ και δυο μέρες τα Χριστούγεννα, αν μπορείς θέλω να κάνεις το θαύμα σου και να δω την αγαπημένη μου Ελευθερία, έστω από μακριά έστω για ένα λεπτό και ας με σκεπάσει το χώμα μετά όσο βαρύ και αν είναι.
Ξέρω θα μου πεις ότι δεν έκανα ότι έπρεπε να κάνω, αλλά ήμουν νέος απερίσκεπτος, ζούσα για το σήμερα, μου λείπει, μου λείπει πολύ σε παρακαλώ κάνε το θαύμα σου.» Άφησε κάτω τον στυλό, δίπλωσε προσεκτικά το γράμμα και το ασφάλισε με προσοχή μέσα σε ένα μικρό ταχυδρομικό φάκελο και το άφησε προσεκτικά σχεδόν ευλαβικά πάνω στο τραπέζι. Έβγαλε από την τσέπη του το μπουκάλι που ήταν χωμένο μέσα στη χαρτοσακούλα, έσβησε τη λάμπα και μέσα στο σκοτάδι έπινε, έβριζε και σκούπιζε το υγρό πρόσωπο του, κανένα δάκρυ δεν μπορούσε να καταπραΰνει τον πόνο που προκαλούσε η απουσία της στην ψυχή του.
Το μπουκάλι άδειασε, ο γεροντάκος αποκοιμήθηκε στο πάτωμα δίπλα σε μια παρατημένη και ξεχαρβαλωμένη καρέκλα στο βάθος του σκοτεινού χιονισμένου δωματίου.