Προβολές
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί μερικών ανθρώπων είναι τόσο προβλέψιμοι! Ειδικά, άμα τους ξέρεις καλά μέσα στα χρόνια. Ή όταν είναι τόσο νευρωτικοί που κάνει μπαμ η υστερία τους και το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο.
⚊ Aπό τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Ήταν η εικοστή επέτειος τού θανάτου του. Σημαδιακή ημέρα στη ζωή του. Κρίσιμη, από πολλές απόψεις.
Έντεκα ενδεκάτου του σωτηρίου (κυριολεκτικώς) έτους 2001. Μετά από μια ερωτική απογοήτευση και επίσκεψη σε φίλο-παρηγορητή (με αυτή τη σειρά) παρασύρθηκε και ήπιε ένα μπουκάλι ούζο (του λίτρου). Δεν ήταν όμως μόνον αυτό. Κάπνισε. Από εκείνα τα άφιλτρα τα παλιά, τα σέρτικα. Τώρα, έπεσε η στάχτη στο ποτήρι με το ευωδιαστό ποτό που μύριζε γλυκάνισο, του έριξε ο δήθεν φίλος το χάπι του βιασμού… κανείς δεν ξέρει. Και μπορεί μεν να μην βρέθηκε βιασμένος, πεταμένος στον δρόμο, στα σκουπίδια τής Φωκίωνος Νέγρη, βρέθηκε όμως στο δεύτερο υπόγειο του Ευαγγελισμού, εκεί που βάζουν τα πτώματα για την νεκροψία.
Είδε… Και τι δεν είδε! «Τον Χριστό φαντάρο», που λένε. Μάλιστα. Αγγέλους. Ήταν τρεις. Ο μεσαίος τού έμοιαζε κάπως. Μάλιστα φορούσε γυαλιά από ταρταρούγα διασπαρμένα με διαμάντια (αληθινά, όχι faux!!!), κάτι πολύτιμους λίθους σαν κοτρώνες που ακτινοβολούσανε σαν άστρα (από άγνωστο αστερισμό). Στην πατρίδα του! Γύρισε στην πατρίδα του. Ήταν ελεύθερος να φύγει από την Γη και να μην ξαναγυρίσει. Δεν είχε κάρμα. Δεν χρωστούσε τίποτα. Του χρωστούσαν, δεν τους χρωστούσε…
Μετά όμως από μια σύντομη κουβέντα με τους Αγγέλους (του) και μια αναψυκτική βουτιά στην φωτεινή λίμνη τής Λήθης, εμποτίστηκε στο ενεργοπληροφοριακό πεδίο και επέστρεψε. Ναι, επέστρεψε!!! Εδώ στη γη. Να κάνει τι; Έτσι είναι η ζωή; Σαν απέραντο σκουπιδιάρικο τού φάνηκε η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, όταν αναστήθηκε, βρήκε τα ρούχα του, τα κλειδιά (πορτοφόλι και κινητό είχαν κάνει φτερά). Πήρε ταξί και γύρισε στο σπίτι του. Έμεινε λιώμα τρεις μέρες στον καναπέ ακούγοντας την λειτουργία από το Θιβέτ (ευτυχώς ήταν Σάββατο χαράματα). Δευτέρα πήγε στη δουλειά. Στο μεσημεριανό διάλειμμα έτρεξε στο νοσοκομείο να δηλώσει την …εξαφάνιση του πτώματος. Γεώργιος Παπαδόπουλος, έγραφε το Δελτίο Συμβάντων. Είχε πέσε σε κώμα καταμεσής του δρόμου και κάποιοι (οι πορτοφολάδες ίσως) φώναξαν ασθενοφόρο. Μετά από σύντομες διατυπώσεις η γραφειοκρατική τάξη αποκαταστάθηκε.
Εκείνο το φωτεινό τούνελ όμως δεν έφυγε από το θυμητικό του. Και ο διάλογος με τους αγγέλους:
Κι επήγε. Πέρασαν χρόνοι είκοσι και μέρες δοξασμένες. Τυραγνισμένος μέχρι το κόκκαλο. Φτωχός. Αλλά όχι πολύ. Κουρασμένος. Αλλά όχι πολύ. Ευχαριστημένος από τη ζωή. Αλλά όχι πολύ.
Σήμερα ξαναγύρισε στην γειτονιά που έμενε τότε. Από νοσταλγία. Στο ισόγειο είχε ένα προπατζίδικο. Μπήκε μέσα. Στην τσέπη του, στο παντελόνι πίσω αριστερά είχε ένα μικρό δερμάτινο πορτοφολάκι που του κληροδότησε ο πατέρας του που ήταν εισπράκτορας. Αποκλειστική κληρονομιά. Με λίγα ψιλά μέσα. Διάλεξε ένα ευρώ και έπαιξε τζόκερ. Δύο στήλες. Είχε τζακ-ποτ. Τρία εκατομμύρια.
Πριν συμπληρώσει τις δύο στήλες έκλεισε τα μάτια και επαναδιαπραγματεύτηκε με τους αγγέλους μια τέταρτη ευχή: «να γίνω πλούσιος». Ξαφνικά, το 19 αναβόσβησε στο απλό τυπωμένο χαρτί. Διάλεξε για τζόκερ το δέκα εννέα. Συμπλήρωσε και τους άλλους αριθμούς (πέντε συν πέντε) εκεί που νόμιζε, που του φαινόταν ότι λαμπυρίζουν ορισμένα τετράγωνα κουτάκια, το έδωσε στον υπάλληλο, πλήρωσε, πήρε το απόκομμα, το ξανάβαλε πάνω στον πάγκο και το σκάναρε στο κινητό του με την εφαρμογή που χαρίζει δώρα (γήινα αυτή τη φορά, ψιλολόγια).
Πήγε σπίτι κι εκοιμήθηκε τον ύπνο του δικαίου μισοευτυχισμένος που είναι ακόμα ζωντανός στα εξήντα του. Και σε πλήρη υγεία. Ούτε κορωνοϊός ούτε τίποτα.
Με το που άνοιξε το μάτι (από το ένα έβλεπε μόνο) και το κινητό για πρωί, του ήρθε μήνυμα πως είχε κερδίσει τρία εκατομμύρια ευρώ!!! Μα το δελτίο άφαντο.
Το είχε αφήσει πάνω στον πάγκο όπου το σκάναρε. Έτρεξε στο προπατζίδικο. Ήταν κλειστό. Απόρησε ο υπάλληλος μόλις τον είδε άγρια χαράματα (είχε πάει δέκα η ώρα – δέκα και τέταρτο, για την ακρίβεια).
Πάνω στον πάγκο δεν υπήρχε τίποτα. Όλα τα χαρτάκια, τα αποκόμματα είχαν πεταχτεί στα σκουπίδια αποβραδίς και το βαρέλι στην γειτονιά (και το πράσινο και το μπλε) είχαν αδειάσει. Η σκουπιδιάρα είχε περάσει στην ώρα της. Τουριστική περιοχή, βλέπεις.
Ο παθών μούδιασε. Δεν είπε τίποτα. Σταμάτησε το μυαλό του.
Πήγε απέναντι, ακούμπησε σε ένα δέντρο (μουριά, ήταν μουριά) έκλεισε απελπισμένος τα μάτια και τότε ήρθαν οι άγγελοι:
Συνέχισε ήσυχος τη μέρα του, χαμογελώντας από καιρού εις καιρόν χωρίς κανείς να ξέρει γιατί.
Τελικά το Σύμπαν έχει χιούμορ, άσε που είναι ηλίθιο πολύ και τα παίρνει όλα κατά γράμμα!!! Κανείς δεν μπορεί να παραβγεί σε ευστροφία τους ταλαίπωρους πολυμήχανους, πολύπαθους και πολυπαθείς ανθρώπους.
Η ώρα ήταν 11:11, 11/11/2021. Του χρόνου την ίδια μέρα θα είναι 11/11/2022 (όλα διπλά). Ίσως τότε, που θα είναι πάλι ανοικτή η πύλη, να είναι τυχερός. ΊΔΩΜΕΝ!!! «Ποτέ δεν πρέπει να απελπίζεται κανείς». Έτσι δεν λένε στις κηδείες και στα μνημόσυνα; «Μακριά από εμάς!»
Τέλος και τω Θεώ δόξα!!!
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί μερικών ανθρώπων είναι τόσο προβλέψιμοι! Ειδικά, άμα τους ξέρεις καλά μέσα στα χρόνια. Ή όταν είναι τόσο νευρωτικοί που κάνει μπαμ η υστερία τους και το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο.
Ήμουνα που ήμουνα συγχυσμένος μετά από ένα ερωτικό καυγαδάκι… τι τα θέλω εγώ παρόμοια μπλεξίματα σε τέτοια ηλικία; Να πάθω καν'α έμφραγμα, να πάθω εγκεφαλικό και να κυκλοφορώ ανάπηρος στα θέατρα; Δεν λέει! «Ήτανε στραβό το κλήμα, το έφαγε κι ο γάϊδαρος κι αποστραβώθηκε».
Αυθεντικός διάλογος έξω από τις τουαλέτες (μπροστά από την ψύκτη) τρίτου ορόφου μεγάλου κτηρίου γραφείων (αστραφτερού – μέταλλο και γυαλί):
Η φωνή ήταν κυματιστή. Η διήγησις ελάμβανε χώραν επί του πεζοδρόμου γνωστού οψοπωλείου στα Εξάρχεια. Η ταβέρνα ήταν ξακουστή για τις λιχουδιές αλλά και για τους …ωτακουστές της. Επειδή σύχναζαν διάφοροι ενδιαφέροντες τύποι (καλλιτέχνες και λογοτέχνες – τρελοί με τα …ούλα τους, εν ολίγοις) όλο και κάτι έχει να ψαρέψει το αυτί κάθε φιλοπεριέργου.
Στην αρχή ήταν φως και μετά έγινε σκοτάδι… Επειδή όλοι ξέρουμε πότε γεννηθήκαμε (όχι όλοι, όχι ο ήρωάς μας). Κι επειδή κάθε ένας και κάθε μία βαθιά μέσα της γνωρίζει πότε θα πεθάνει, σπεύδω να καταθέσω αυτές τις λιγοστές μυθοπλασμένες φαντασιώσεις πριν με αρπάξει η Λευκότητα και με τυλίξει στις ηλεκτρικές, στις μαγνητικές, στις σπινθηρίζουσες...
Η Νίκη (κατά κόσμον Νικολέττα) όταν τρελάθηκε (από τα γερατειά και τα κρυμμένα μυστικά, τα αθώα ψέματα και τις λευκές εκεχειρίες με τον άσπονδο σύζυγό της) σηκωνόταν μαύρα μεσάνυχτα να πάει προς νερού της, μετά βαφόταν, ντυνόταν, φορούσε τα κοσμήματά της όλα κι έτρεχε να φύγει στον κατήφορο. Όταν τη σταματούσαν και τη ρωτούσαν πού πηγαίνεις εκείνη...
Στιγμές από τη ζωή μου
Στιγμές από τη ζωή μου
Οι χειμώνες της καρδιάς μου
Οι χειμώνες της καρδιάς μου