Προβολές
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί μερικών ανθρώπων είναι τόσο προβλέψιμοι! Ειδικά, άμα τους ξέρεις καλά μέσα στα χρόνια. Ή όταν είναι τόσο νευρωτικοί που κάνει μπαμ η υστερία τους και το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο.
⚊ Aπό τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Μιάμιση μέρα είχε να βάλει κάτι στο στόμα του. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του (από καλπάζοντα καρκίνο στην επίφυση – είναι ένας αδένας σαν το κουκούτσι του ροδάκινου, σαν κουκουνάρι μάλλον, στο κέντρο τού κρανίου)…. Μετά την κηδεία δεν ήθελε πια να φάει. Ειδικά κρέας και γαλακτοκομικά. Έμεναν μόνο τα φρούτα, το μέλι και τα καρύδια. Ήταν όμως διαβητικός. Είχε ζάχαρο. Προχωρημένο. Έκοψε και το χαπάκι. Έπρεπε να περιμένει στην ουρά, σε ουρές… και δεν το άντεχε.
Για την ακρίβεια, δεν άντεχε πια τίποτα.
Εκείνο το πρωί χτυπούσε και ξαναχτυπούσε το ξυπνητήρι, επανειλημμένα. Ήταν όμως Σάββατο και δεν είχε δουλειά. Ποτέ δεν είχε πλέον εργασία. Είχε πάρει σύνταξη πέντε χρόνια τώρα.
Ένιωθε τα μέλη του βαριά. Μία νταλίκα ζύγιζε ο κάθε μυς. Δεν ήθελε να σηκωθεί. Ήθελε να πεθάνει. Να βυθιστεί σε έναν ύπνο δίχως ονείρατα, δίχως οράματα…
Ήρθε όμως το περιστεράκι στο στενόμακρο πίσω μπαλκόνι κι αφού έκανε μερικές περαντζάδες δήθεν αδιάφορο, στο τέλος, είδε κι απόειδε και του χτύπησε το τζάμι. Ναι, του χτύπησε το τζάμι με το ράμφος του.
Γύρισε κουρασμένα προς τα εκεί, άνοιξε διάπλατα τα μάτια, όμως σε λίγο τα βλέφαρα βάρυναν πάλι προς το μέρος της νύστας.
Τελικά, έβαλε μπρος τα δυο του χέρια και σηκώθηκε. Έτριψε με προσοχή δύο ντακάκια χαρουπιού, γέμισε το πλαστικό δοχείο από παγωτό με νερό, το τάϊσε και το πότισε… Το ευχαρίστησε, γιατί σ' αυτό χρωστάει τη ζωή του. Είναι ο μόνος λόγος που σηκώνεται το πρωί από το κρεβάτι. Και οι γλάστρες του. Ειδικά ο βασιλικός ο μοναστηριακός που τραβάει πολύ νερό. Κι ο ζητιάνος στη γωνία, χρόνια άστεγος και καρκινοπαθής («εκείνος δεν πεθαίνει, βλέπεις», σκέφτεται χωρίς κακεντρέχεια). Του αγοράζει πάντα τρόφιμα και χυμούς (εκείνους που δεν μπορεί να πιει ο ίδιος λόγω ζαχάρου).
Όσο ζει εκείνο το ορφανό και μοναχικό περιστέρι θα συνεχίσει το καθημερινό δρομολόγιό του: φούρνος, σούπερ-μάρκετ, άστεγος, τράπεζα, σπίτι… Μετά, δεν ξέρει. Κανείς.
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί μερικών ανθρώπων είναι τόσο προβλέψιμοι! Ειδικά, άμα τους ξέρεις καλά μέσα στα χρόνια. Ή όταν είναι τόσο νευρωτικοί που κάνει μπαμ η υστερία τους και το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο.
Ήμουνα που ήμουνα συγχυσμένος μετά από ένα ερωτικό καυγαδάκι… τι τα θέλω εγώ παρόμοια μπλεξίματα σε τέτοια ηλικία; Να πάθω καν'α έμφραγμα, να πάθω εγκεφαλικό και να κυκλοφορώ ανάπηρος στα θέατρα; Δεν λέει! «Ήτανε στραβό το κλήμα, το έφαγε κι ο γάϊδαρος κι αποστραβώθηκε».
Αυθεντικός διάλογος έξω από τις τουαλέτες (μπροστά από την ψύκτη) τρίτου ορόφου μεγάλου κτηρίου γραφείων (αστραφτερού – μέταλλο και γυαλί):
Η φωνή ήταν κυματιστή. Η διήγησις ελάμβανε χώραν επί του πεζοδρόμου γνωστού οψοπωλείου στα Εξάρχεια. Η ταβέρνα ήταν ξακουστή για τις λιχουδιές αλλά και για τους …ωτακουστές της. Επειδή σύχναζαν διάφοροι ενδιαφέροντες τύποι (καλλιτέχνες και λογοτέχνες – τρελοί με τα …ούλα τους, εν ολίγοις) όλο και κάτι έχει να ψαρέψει το αυτί κάθε φιλοπεριέργου.
Στην αρχή ήταν φως και μετά έγινε σκοτάδι… Επειδή όλοι ξέρουμε πότε γεννηθήκαμε (όχι όλοι, όχι ο ήρωάς μας). Κι επειδή κάθε ένας και κάθε μία βαθιά μέσα της γνωρίζει πότε θα πεθάνει, σπεύδω να καταθέσω αυτές τις λιγοστές μυθοπλασμένες φαντασιώσεις πριν με αρπάξει η Λευκότητα και με τυλίξει στις ηλεκτρικές, στις μαγνητικές, στις σπινθηρίζουσες...
Η Νίκη (κατά κόσμον Νικολέττα) όταν τρελάθηκε (από τα γερατειά και τα κρυμμένα μυστικά, τα αθώα ψέματα και τις λευκές εκεχειρίες με τον άσπονδο σύζυγό της) σηκωνόταν μαύρα μεσάνυχτα να πάει προς νερού της, μετά βαφόταν, ντυνόταν, φορούσε τα κοσμήματά της όλα κι έτρεχε να φύγει στον κατήφορο. Όταν τη σταματούσαν και τη ρωτούσαν πού πηγαίνεις εκείνη...
Οι χειμώνες της καρδιάς μου
Στιγμές από τη ζωή μου