◼ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Πάρκαρα το αυτοκίνητο σε ένα στενό στη Λαμπράκη και περπατώντας πιασμένες αγκαζέ φθάσαμε σιγά-σιγά στο σπίτι. Ταλαιπωρήθηκα να βρω λίγο τα κλειδιά της εξώπορτας από το διαμέρισμα που
μέναμε, πάντα με ταλαιπωρούσε αυτή η τεράστια τσάντα που κουβαλούσα, ανάθεμά με αν ήξερα τι είχε μέσα.
Μόλις περάσαμε οι δύο μας στο χολ, έβαλα
την Ιφιγένεια να περιμένει λίγο στο
σαλόνι και εγώ πήγα να ετοιμάσω το μπάνιο με καθαρές πετσέτες και να αφήσω να τρέξει το ζεστό νερό.
Όταν πια την οδήγησα στο χώρο του του μπάνιου και την ενήμερωσα που
είναι το σαμπουάν, το αφρόλουτρο, σε ποιο σημείο κρέμονται οι πετσέτες
και ότι άλλο θα χειαζόταν η Ιφιγένεια,
σωριάστηκα στο σαλόνι περιμένοντας ποτέ θα τελειώσει το μπάνιο της.
Έβαλα
λίγη μουσική να παίζει από το
στερεοφωνικό τρελαινόμουν για τον Σοπέν και
βγήκα στο μπαλκόνι να καπνίσω, ακόμα φυσούσε δαιμονισμένα, κρύφτηκα σε μια
εσοχή που είχε ο τοίχος ρουφώντας το τσιγάρο μου με μανία.
«Ισμήνη
τελείωσα εσύ δεν θα μπεις στο μπάνιο;» Άκουσα τη φωνή της Ιφιγένειας πέταξα το
τσιγάρο στον δρόμο και μπήκα στο σαλόνι, στεκόταν μπροστά στην πόρτα του μπάνιου
μισόγυμνη, τυλιγμένη με μια ροζ πετσέτα που της έδωσα λίγο πριν, ήταν πανέμορφη, για αυτό είχε τρελαθεί ο γερό μπισμπίκης ο αντρας μου με αυτήν τη γυναίκα τελικά.
«Όχι έλα να πιούμε ένα ποτήρι μαρτίνι και φεύγουμε για το νοσοκομείο» της
απάντησα και πήγα στο μπαρ έβγαλα το μπουκάλι με το μαρτίνι και δυο ποτήρια
πήγα στην κουζίνα έκοψα δυο φέτες λεμόνι και τις έριξα μέσα στα ποτήρια μαζί με
το μαρτίνι ίσα μέχρι τη μέση. Στρογγυλοκαθίσαμε στο καναπέ η μία δίπλα στην
άλλη ακουμπώντας τα γόνατα μας. Ένοιωθα
μια περίεργη έλξη για αυτή τη γυναίκα αναμεμιγμένη με μίσος και στοργή.
Ήπιαμε
γουλιά γουλιά το μαρτίνι μέσα σε απολυτή σιωπή κοιτώντας στα μάτια η μια την
άλλη χωρίς καμιά μας να απομακρύνει το βλέμμα της. Αναπάντεχα
χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας, διακόπτοντας βλέμματα και μύχιες σκέψεις.
Σηκώθηκα
και πήγα στην εξώπορτα, την άνοιξα ελάχιστα για να δω ποιος είναι μέσα
στη νύχτα βρύζοντας μέσα από τα δόντια μου και αντίκρισα
δύο αστυνομικούς, μου ζήτησαν αμέσως συγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας
και με ενημέρωσαν ότι είναι από το τμήμα ασφάλειας της περιοχής μας και
αναζητούσαν το
ένοικο του διαμερίσματος με τον αριθμό 12 στον πρώτο όροφο και αν τον είδα καθόλου
σήμερα, τους
απάντησα στα γρήγορα ότι έλειπα όλη τη μέρα στο νοσοκομείο το
Παπαγεωργίου γιατί ο σύζυγός μου νοσηλεύεται μετά από τροχαίο που είχε
το μεσημέρι. Με χαιρέτισαν ευγενικά, μου ευχήθηκαν περαστικά και
κινήθηκαν προς το κλιμακοστάσιο, έτσι βγήκαν από το οπτικό μου πεδίο,
όταν τους άκουσα να κατεβαίνουν τα σκαλιά έκλεισα την εξώπορτα
χαμογελώντας για την πρόστυχη σκέψη που έκανα για τον νεαρό
αστυνομικό,- ο άλλος ήταν πενηντάρης- ήταν όμορφο παλικάρι γύρω στα 35
ψηλό και γεροδεμένο.
Έκλεισα
τη πόρτα και επέστρεψα στο σαλόνι, η Ιφιγένεια όση ώρα μιλούσαμε είχε ντυθεί
και χτένιζε τα μαλλιά της στο μπάνιο, έβγαλε και ένα μικρό μπουκαλάκι με
κολόνια από την τσάντα της αν δεν κάνω λάθος ήταν η Davidoff αλλά μπορεί να
έπεφτα έξω και αρωμάτισε τα μαλλιά και γύρω-γύρω από το κορμί της με βάση τα πλούσια στήθη της.
«Έτοιμη
είμαι φεύγουμε; άρχισα να ανησυχώ για τον Αλέξανδρο, πολλή ώρα τον άφησα
μόνο
του» μου φώναξε από το βάθος η Ιφιγένεια, «Φεύγουμε αμέσως» της απάντησα, πήγα στην κρεβατοκάμαρα πήρα δύο αλλαξιές πιτζάμες και εσώρουχα τα
έβαλα σε μια πάνινη τσάντα,
πήρα την Ιφιγένεια από το χέρι και βγήκαμε στον διάδρομο της
πολυκατοικίας, κλείδωσα την εξώπορτα, περάσαμε κάθετα τον δρόμο και κινηθήκαμε δεξιά στο πεζοδρόμιο όπου είχα
παρκάρει το Volvo, καθίσαμε και οι δυο στις μπροστινές θέσεις γύρισα την
μίζα, έβαλα την πρώτη ταχύτητα λίγο άτσαλα και ξεκινήσαμε για το νοσοκομείο.