Το ταξί σταμάτησε μπροστά στην κεντρική είσοδο του νοσοκομείου, πλήρωσα το αντίτιμο της κούρσας, διέσχισα την αίθουσα αναμονής και βρέθηκα μπροστά στην είσοδο του ασανσέρ και το κάλεσα. Η θέση του ασανσέρ ήταν ακριβώς απέναντι από τα γραφεία υποδοχής των ασθενών, μόλις έφτασε στο ισόγειο το πήρα και ανέβηκα στον πέμπτο όροφο, έστριψα δεξιά στον διάδρομο και πρόβαλε μπροστά μου η είσοδος της Α' χειρουργικής κλινικής, έδωσα τα στοιχεία μου στην προϊσταμένη νοσηλεύτρια όπως και την ταυτότητα μου, γιατί τέτοια ώρα, ήταν πια περασμένες δώδεκα επιτρέπεται η είσοδος μόνο σε συνοδούς ασθενών και με αργά βήματα πατώντας στις μύτες των ποδιών για να μην κάνω θόρυβο και ενοχλήσω τους ασθενείς διέσχισα τον διάδρομο και στο τέλος του σταμάτησα, άνοιξα διακριτικά την πόρτα του θαλάμου που βρισκόταν στα αριστερά μου και πέρασα στο εσωτερικό του, ήταν ένα τυπικό δίκλινο δωμάτιο νοσοκομείου με μια τηλεόραση στερεωμένη σε μια μεταλλική βάση που έδενε στον τοίχο δίπλα και πάνω από το ύψος της πόρτας, στο ένα κρεβάτι στα δεξιά κοιμόταν ο Αλέξανδρος και απέναντι το άλλο κρεβάτι ήταν άδειο, προς το παρόν θα μπορούσα να το χρησιμοποιήσω για να ξαποστάσω κάποιες ώρες της σημερινής νύχτας.
Στο αριστερό χέρι του Αλέξανδρου είχαν τοποθετήσει ένα σωληνάκι ορού οι νοσοκόμες και από μια βάση μεταλλική είχαν κρεμάσει το πλάσμα του όρου, η βάση ξεκινούσε από το δάπεδο και κατέληγε σε ένα πτυσσόμενο άγκιστρο, εκεί ήταν τοποθετημένος ο ορός. Ήταν χλωμός, πολύ χλωμός, όλο του το κορμί ήταν γεμάτο από αισθητήρες για να του μετρούν τους καρδιακούς παλμούς στέλνοντας συνεχείς πληροφορίες στο μόνιτορ του παλμογράφου, που ήταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι του στερεωμένος σε μια ακόμα μεταλλική βάση στον τοίχο γεμάτη καλώδια που ξεκινούσαν από τον παλμογράφο και το μόνιτορ και έφθαναν στους αισθητήρες ευτυχώς κοιμόταν ήσυχος, έσκυψα τον φίλησα απαλά στο μέτωπο, κάθισα στην καρέκλα μπροστά από το κρεβάτι του προσεκτικά για να μην τον ανησυχήσω ή τον ταράξω στην κατάσταση που ήταν με τις σκέψεις να με σουβλίζουν το μυαλό.
Ο Κωνσταντίνος δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου, τα αισθήματα του είχαν ξυπνήσει και κόντεψαν να με παρασύρουν, μισούσα τη στιγμή που αναγκαστικά να τον παρακαλέσω να με βοηθήσει και να υπομείνω μετά όλη αυτή πρόστυχη συμπεριφορά του, και αυτή η γυναίκα του σκληρή σαν πέτρα τι ήθελε πια τον είχε δικό της, τον αγάπησα τον Κωνσταντίνο όσο μπορούσα να αγαπήσω εκείνο τον καιρό, αλλά ο Αλέξανδρος με είχε ανάγκη τον λάτρευα και θα έκανα τα πάντα για να τον βοηθήσω θα έφτανα στην άκρη της γης για να του σώσω τη ζωή αν χρειαζόταν, μου έλειπε τόσο πολύ το χαμόγελο του, «Κάνε υπομονή Αλέξανδρε θα τα καταφέρουμε θα γίνεις καλά και μετά θα τη σκίσω που με ταπείνωσε τόσο πολύ η Ισμήνη, μέγαιρα κανονική» ψιθύρισα δαγκώνοντας τα χείλη μου για να μην ουρλιάξω από οργή.
Άραγε ο Κωνσταντίνος μονολογούσα, ποτέ δεν κατάλαβε; στα αλήθεια ότι για μένα ήταν ένας καλός περιστασιακός εραστής που όταν τέλειωσε η λάμψη του χάθηκα γιατί δεν ήθελα να τον πληγώσω, με έτρωγε τα σωθικά αυτή η σκέψη και απάντηση δεν είχα προς το παρόν.
Ξύπνησα από τα βογγητά του Αλέξανδρου έδειχνε να πονούσε πολύ, σχεδόν κλαίγοντας έτρεξα να βρω κάποια αδελφή νοσοκόμα να τον βοηθήσει, δεν άντεχα να τον βλέπω έτσι, πονούσα και εγώ μαζί του «Σκατιάρη θα κάνω ότι θες μόνο να γλυτώσει ο Αλέξανδρος, αυτό με νοιάζει» μονολόγησα γεμάτη οργή. Έφτασα τρέχοντας στο θάλαμο υπηρεσίας των νοσοκόμων, ρώτησα ποια μπορούσε να με βοηθήσει γιατί ο άντρας μου πονούσε πολύ, έτσι κατάλαβα έτσι το μετέφερα, η αδελφή νοσοκόμα μια αδύνατη ξανθομάλλα, αφού με ρώτησε ποιος ήταν ο ασθενής, προσπάθησε να μου εξηγήσει πως δεν ήταν δυνατόν να αισθάνεται πόνο γιατί οι γιατροί τον είχαν υπό καταστολή «Κάποιο εφιάλτη θα έβλεπε που τον τρόμαζε, ηρεμήστε μην φοβάστε» μου είπε, γύρισα στον θάλαμο κάθισα στην καρέκλα που καθόμουν και πριν στο προσκεφάλι του Αλέξανδρου, τον χάιδεψα στο μέτωπο και σχημάτισα τον αριθμό του Κωνσταντίνου στο κινητό μου και τον κάλεσα, μια αγουροξυπνημένη φωνή- ήταν έξη το πρωί- μου απάντησε από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Ναι ποιος είναι;» «Έλα μου Κωνσταντίνε εγώ είμαι η Ιφιγένεια συγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας σήμερα στις δώδεκα το μεσημέρι είναι το ραντεβού με τους γιατρούς στο Θεαγένειο για να σου πάρουν το δείγμα θα έρθεις;» «Ναι θα έρθω μην ανησυχείς στις δώδεκα θα είμαι στο νοσοκομείο θα τα πούμε εκεί καλό ξημέρωμα» Η φωνή του βαθιά και ερωτική ακόμα με προκαλούσε ρίγος όταν την άκουγα, μου ξυπνούσε πάθη που είχα ξεχάσει μετά τόσα χρόνια.
Τελευταία φόρα που ήρθα μετά την φυγή μου στη Θεσσαλονίκη ήταν λίγα χρόνια αφού είχα γνωρίσει τον Αλέξανδρο, περπατούσαμε στην Ερμού και πέσαμε πάνω στον Κωνσταντίνο έκανα πως δεν το γνώρισα και κρατώντας σφιχτά από το χέρι τον Αλέξανδρο τον προσπέρασα χωρίς ίχνος στο πρόσωπο μου να προδίδει κάποιο συναίσθημα έκπληξης ή συμπάθειας. Ο Κωνσταντίνος μόλις πέρασα από δίπλα του με γνώρισε και προσπάθησε να μου μιλήσει, εγώ με το κεφάλι ψηλά σκορπώντας κάθε ελπίδα του, απομακρύνθηκα βηματίζοντας αργά φιλώντας παθιασμένα τον Αλέξανδρο. Έμεινε ακίνητος αποσβολωμένος κοιτώντας προς το μέρος μου όσο εγώ απομακρυνόμουν στο βάθος της Πολυτεχνείου. Από τότε έχω να έρθω σε αυτήν την καταραμένη πόλη και η μοίρα τα έφερε έτσι να ζήσω σε αυτήν τώρα τις ποιο οδυνηρές στιγμές μου ελπίζοντας σε ένα θαύμα για να σωθεί ο άντρας μου.
Μετρούσα τα λεπτά τα δευτερόλεπτα τις ώρες μέχρι το ρόλοι να δείξει έντεκα ακριβώς.
Πλύθηκα πρόχειρα στον νιπτήρα που είχε ο θάλαμος -πίσω από ένα παραβάν στο βάθος πίσω από το κρεβάτι που ήταν απέναντι από τον Αλέξανδρο- έφτιαξα κάπως τα μαλλιά μου να μην πετούν, ίσιωσα τη φούστα μου, έφτιαξα τον γιακά από το πουκάμισο μου, φόρεσα το παλτό μου, βγήκα στον διάδρομο πέρασα μπροστά από το γραφείο της προϊσταμένης και έφτασα στο ασανσέρ, το κάλεσα και κατέβηκα στο ισόγειο, διέσχισα κάθετα την αίθουσα υποδοχής και βγήκα στον δρόμο.
Ο ψυχρός αέρας με χτύπησε στο πρόσωπο και καθάρισε το μυαλό μου από κακές σκέψεις όπως λύγιζε τα δέντρα από την ορμή του, βρήκα ένα ταξί που ήταν στην πιάτσα μπροστά από την είσοδο του νοσοκομείου και ξεκίνησα για το Θεαγένειο.
◼ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
⚊ Μαύρη μέρα
Ο αέρας στροβίλιζε τα κύματα τα σήκωνε ψηλά και αυτά πέφτοντας μαστίγωναν με δύναμη την προβλήτα στο λιμάνι αφρίζοντας σαν λυσσασμένα κτήνη.
Ο Κωνσταντίνος φίλησε την Ισμήνη στο μάγουλο, την ενημέρωσε ότι φεύγει γιατί του τηλεφώνησε η Ιφιγένεια κα θα πήγαινε στο Θεαγένειο όπως της είχε εξηγήσει σήμερα το πρωί στην ώρα του πρωινού και αργότερα στη διαδρομή για το γραφείο για να επανεξετάσουν την ιστοσυμβατότητα του με τον άντρα της, εκεί θα συναντούσε την Ιφιγένεια για να τον οδηγήσει στον γιατρό που θα έκανε την επέμβαση αν το δείγμα επαληθευόταν ότι ήταν θετικό.
Κατέβηκε τα σκαλιά από την οικοδομή που στέγαζε τα γραφεία τους, βγήκε στην Ερμού σταμάτησε ένα διερχόμενο ταξί και ξεκίνησε για να πάει στο νοσοκομείο λόγο του Σαββάτου και της σφοδρής κακοκαιρίας κόσμος ήταν λιγοστός στους δρόμους, ήταν τυχερός που βρήκε τόσο εύκολα ταξί.
Η Ιφιγένεια τον περίμενε στα σκαλιά του Θεαγένειου ανήσυχη μήπως και άλλαζε άποψη, ήταν χλωμή από την ταλαιπωρία και την αγωνία που πέρασε χθες το βράδυ. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να μην λυγίσει, μιλούσε εδώ και ώρα στο τηλέφωνο με τη μητέρα της που προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο να αντέξει όλη αυτήν την περιπέτεια.
Η κυρία Ευτέρπη έτσι έλεγαν τη μητέρα της Ιφιγένειας ήταν χρυσός άνθρωπος δασκάλα στο επάγγελμα, είχε βοηθήσει πολλά παιδιά στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον εμφύλιο να μάθουν γράμματα, τώρα πια είχε βγει στη σύνταξη. Ο πατέρας της ο κύριος Πέτρος συνταξιούχος και αυτός του Εμπορικού ναυτικού, ασυρματιστής, θαλασσοπνιγόταν στους ωκεανούς του κόσμου, τον έβλεπε σπάνια το σπίτι του, για αυτό και η Ιφιγένεια είχε μεγαλώσει λατρεύοντας τη μάνα της και αγαπώντας τον πατέρα της από μακριά.
Ο Κωνσταντίνος κατέβηκε από το ταξί μπροστά στο νοσοκομείο και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά, είδε την Ιφιγένεια στο ένα μέτρο απόσταση απορροφημένη από την τηλεφωνική της συνομιλία και δεν τον πρόσεξε, αυτός την πλησίασε και απαλά της άγγιξε τον ώμο «Έφτασα Ιφιγένεια πάμε να δούμε τον γιατρό».
Πέρασαν την είσοδο βρήκαν το ασανσέρ και ανέβηκαν στον δεύτερο όροφο, διάφορα γραφεία ήταν στις δύο πλευρές του διαδρόμου, σταμάτησαν μπροστά σε αυτό που έγραφε η πινακίδα στην πόρτα «Καθηγητής Γεώργιος Σταύρου».
Χτύπησαν διακριτικά την πόρτα και πέρασαν στο χώρο του γραφείου που ο γιατρός χρησιμοποιούσε και ως ιατρείο στα επείγοντα περιστατικά.
Τους χαιρέτησε εγκάρδια μόλις τους είδε, σηκώθηκε όρθιος, πέρασε μπροστά από το γραφείο του-ένα παλιό έπιπλο ξεβαμμένο γεμάτο σημάδια από γρατσουνιές που μόλις διέκρινες το χρώμα του σταχτί προς το κίτρινο-και απευθυνόμενος στον Κωνσταντίνο του είπε «Πάμε κύριε Γεωργίου» έκανε δυο βήματα και χαϊδεύοντας στοργικά την Ιφιγένεια της χαμογέλασε «Όλα θα πάνε καλά μην ανησυχείς θα το νικήσουμε το θεριό» έπιασε από τον ώμο τον Κωνσταντίνο και βγήκαν από το γραφείο με προορισμό το χειρουργείο.
Η Ισμήνη πίσω στο γραφείο όρθια στο παράθυρο στοχαζόταν παρατηρώντας τα δέντρα να λυγίζουν από τον δυνατό αγέρα, την έτρωγε τα σωθικά η σκέψη ότι συνάνθρωποι μας έχουν ανάγκη από λίγο αίμα ή αιμοπετάλια ή ακόμα και όργανα και τους γυρίζουμε την πλάτη ασχολούμενοι με τα μικροπροβλήματα μας.
Πρόσφατα όταν έμαθε από το ραδιόφωνο για το μικρό Αριστοτέλη ότι χρειάζεται συμβατό δότη για μεταμόσχευση μυελού των οστών αλλιώς θα πέθαινε, νοσούσε από λευχαιμία και οι γονείς του έκαναν έκκληση για βοήθεια μέσω της εκπομπής και παρότρυναν όποιον ήθελε και μπορούσε να πάει να δώσει δείγμα για να το εξετάσουν για να δουν αν υπάρχει ιστοσυμβατότητα με τον μικρό Αριστοτέλη, τότε με παρότρυνση της παιδικής της φίλης της Δέσποινας -Ήταν χρόνια δωρητής οργάνων και αιμοδότης-πήγαν μαζί στο Θεαγένειο και έδωσαν δείγμα για την εξέταση για λογαριασμό του Αριστοτέλη. Δεν είχε πει τίποτα στον Κωνσταντίνο, το κράτησε μυστικό, δεν ήθελε, το έκανε μόνο για την ψυχή της γιαγιάς της που την έχασε πρόσφατα από καρκίνο και τη λάτρευε για την καλοσύνη και τη μεγαλοθυμία της.
Το παράθυρο ανοιχτό κόντευε να σπάσει από την δύναμη του Βαρδάρη, μια απόκοσμη βοή ακουγόταν λες και ερχόταν από τα έγκατα της γης, τρόμαξε η Ισμήνη έκλεισε το παράθυρο και κάθισε στο σαλόνι μπροστά από το γραφείο της, παρατηρούσε ένα πίνακα λες και τον έβλεπε πρώτη φόρα στην ζωή της, ήταν του Νταλιάνη, απεικόνιζε ένα καράβι, ένα ιστιοφόρο για την ακρίβεια να πλέει σε μια φουρτουνιασμένη, αφρισμένη από τα πελώρια κύματα θάλασσα με φόντο ένα σκούρο συννεφιασμένο ουρανό. Κυριαρχούσε το γαλάζιο, το λευκό και το γκρίζο στον πίνακα με πινελιές από χρυσοκίτρινο και καφέ.
Ο Κωνσταντίνος βγήκε από το νοσοκομείο με σκυμμένο το κεφάλι παραμέρισε τις δυο τσιγγάνες που πουλούσαν εικονίσματα αγίων και υποσχόταν βοήθεια για τους ασθενείς εκμεταλλευόμενες την αδυναμία τους στις δύσκολες στιγμές που βρισκόταν. Είχαν πιάσει τις δύο άκρες της σκάλας που σε βγάζε στον δρόμο. Έστριψε δεξιά, στο βάθος τον έβλεπε άδειο, μόνο κάτι σκιές κάτω από τα δέντρα διέκρινε.
Καθώς προχώρησε με το κεφάλι του γεμάτο από σκέψεις δεν πρόσεξε και στραβοπάτησε πατώντας πάνω σε ένα σπασμένο πλακάκι του πεζοδρομίου και όπως είχε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του για να μην κρυώνουν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το κορμί του και έπεσε με δύναμη στην άκρη του δρόμου. Όπως σωριάστηκε στο οδόστρωμα ένα επερχόμενο δίκυκλο μεγάλου κυβισμού τον χτύπησε και τον πέταξε δύο μέτρα μακριά, έτρεξε κόσμος για να τον βοηθήσει, ο Κωνσταντίνος ήταν ακίνητος στη μέση του δρόμου, το πρόσωπο του ήταν πλημμυρισμένο με αίματα, ένας διερχόμενος γιατρός φώναζε να τον αφήσουν ακίνητο και να κάνουν χώρο για να μπορεί να αναπνέει και αμέσως κάλεσε το ασθενοφόρο.