«Έρχομαι που να πάρει η ευχή, περίμενε, που να κουνηθώ, σαν αργοκίνητο καράβι γαμώτο περπατάω» ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε σχεδόν κουτσαίνοντας να φθάσει στην εξώπορτα. Το κουδούνι συνέχιζε να χτυπά δαιμονισμένα, ο επισκέπτης εκτός όλων των άλλων ήταν ανυπόμονος και αγενής.
Το κορίτσι της Ερμού-Κεφάλαιο (4 έως 6)
Το Κορίτσι της Ερμού (κεφάλαιο 4 έως 6)
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής
◼ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
⚊ Αρχή πριν το τέλος
Έφτασα στη σημείο που ήταν να συναντηθούμε μισή ώρα νωρίτερα, στην Ισμήνη προφασίστηκα ένα ραντεβού με κάτι νέους πελάτες που θα εισήγαγαν γεωργικά μηχανήματα από την Ιταλία για να μπορέσω να έχω αρκετό χρόνο στην διάθεση μου, πάρκαρα το αυτοκίνητο στο λιμάνι και βαδίζοντας στην παραλιακή έφτασα έξω από το εστιατόριο.
Έφαγα ώρες στον καθρέπτη για να ετοιμαστώ, μέχρι που το σχολίασε και η Ισμήνη δεικτικά «Με πελάτες θα συναντηθείς Κωνσταντίνε ή ραντεβού έχεις καλέ μου» δεν απάντησα, απλά χαμογέλασα, τελικά διάλεξα για την περίσταση να ντυθώ με ένα γαλάζιο σκούρο μπλε σακάκι Αρμάνι ένα θαλασσί πουκάμισο Boss, μια μεταξωτή γραβάτα κόκκινη και για παντελόνι ένα μαύρο κασμίρ Lacoste, φρεσκοξυρισμένος και την cool water να συντροφεύει την εμφάνιση μου.
Η Ιφιγένεια ήρθε ακριβώς στις εννέα ντυμένη με ένα στενό μαύρο φόρεμα που το συνόδευε με ένα μεταξένιο φουλάρι στα χρώματα του σκούρου γαλάζιου που τόνιζε το χρώμα των ματιών της και γόβες μαύρου χρώματος.
«Καλησπέρα Κωνσταντίνε» «Καλησπέρα Ιφιγένεια είσαι πανέμορφη, δεν χορταίνω να σε κοιτώ, είσαι σαν οπτασία, σαν να ξεπήδησες μέσα από πίνακα του Γκόγια» της απάντησα. Μου χαμογέλασε και έλαμψαν μια σειρά από κάτασπρα δόντια, «Τέλεια οδοντοστοιχία» μονολόγησα.
Η Ιφιγένεια κινήθηκε προς την είσοδο του εστιατορίου, έκανα χώρο για να περάσει από μπροστά μου, το άρωμα της με πλημμύρισε και σκλάβωσε την όσφρηση μου, άνοιξα την πόρτα και πρώτα η Ιφιγένεια και μετά αμέσως εγώ περάσαμε στην αίθουσα του εστιατόριού, μας προϋπάντησε η κυρία της υποδοχής, κάλεσε έναν σερβιτόρο και μας συνόδευσε στο τραπέζι που έπρεπε να καθίσουμε, δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που ρουφούσε τις αισθήσεις μου σε αυτήν την γυναίκα, το άρωμα της με σαγήνευε; ή το λίκνισμα των γοφών της με προκαλούσε; η αλήθεια είναι ότι ήταν τόσο φυσικό και όχι επιτηδευμένο που ήταν ιδιαίτερα ερεθιστικό.
Καθίσαμε στο τραπέζι αντικριστά ο ένας απέναντι στο άλλον, τα χείλη της όσο μιλούσε στον σερβιτόρο για να παραγγείλει τι επιθυμούσε για να γευματίσει από το μενού θύμιζαν τριαντάφυλλα που ανοιγοκλείνουν στο ανοιξιάτικο αεράκι.
Το πιάτο ημέρας που μας πρότεινε ο ευγενέστατος σερβιτόρος μας, πάπια πορτοκάλι και κρασί ροζέ Λαλίκος, ήταν αυτό που τελικά διάλεξε η Ιφιγένεια και στην συνεχεία και εγώ.
Αφού απολαύσαμε το κρασί και την πάπια που ήταν θεσπέσια στη γεύση και μιλήσαμε για πράγματα καθημερινά, η Ιφιγένεια ήταν εξαιρετικός συζητητής με χιούμορ και με μια ιδιαίτερη ευθιξία, κάποια στιγμή με ιδιαίτερα σοβαρό τόνο στη φωνή της με ρώτησε «Τι θέλεις από μένα Κωνσταντίνε;» Δεν ξέρω πως αλλά η απάντηση μου βγήκε αυθόρμητα «Εσένα θέλω» της είπα χαμηλόφωνα και περίμενα την απάντηση της, τα δευτερόλεπτα που κύλησαν μέχρι να μου απαντήσει μου φάνηκαν αιώνας. «Σε βρίσκω ιδιαίτερα τολμηρό, δεν σου κρύβω ότι σε συμπαθώ και σαν άντρας δεν μου είσαι αδιάφορος αλλά δυστυχώς είσαι παντρεμένος και δεν θα ήθελα να μπλέξω σε μια τέτοια σχέση, μετά είναι και η σχολή φαντάζεσαι τι σούσουρο θα γίνει, όχι δεν θέλω να μπλέξω σε κάτι τόσο αδιέξοδο, έξαλλου μόλις βγήκα από μια δύσκολη σχέση και θα ήθελα να μείνω για λίγο καιρό μόνη».
Έμεινα σιωπηλός σαν να με αγκύλωναν την καρδιά, το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος, χαμήλωσα το κεφάλι και κοιτούσα επίμονα τα παπούτσια μου λες και θα έβρισκα εκεί την απάντηση της δυστυχίας που με προκαλούσε με όσα μου έλεγε η Ιφιγένεια και σιγά-σιγά χάθηκα βαθιά στις σκέψεις μου.
Η Ιφιγένεια αφού έμεινε σιωπηλή κάποιες στιγμές έπιασε το πρόσωπο μου απαλά το σήκωσε το έφερε στο ύψος των ματιών της που έλαμπαν από την έξαψη της στιγμής, και μου είπε «Σήκωσε το κεφάλι σου και κοίταξε με στα μάτια Κωνσταντίνε, μην χαμηλώνεις τα μάτια σου, δεν θέλω να σε πληγώσω, δεν ξέρεις πόσο πονώ, νοιώθω ερωτευμένη μαζί σου και μήνες τώρα το πολεμώ γιατί δεν το αντέχω, δεν το θέλω, νοιώθω πρόστυχη μόνο που σε σκέφτομαι.»
Πετάχτηκα προς τα εμπρός, ανασηκώθηκα από τη καρέκλα μου, έσκυψα προς το μέρος της έπιασα το πρόσωπο της με τα δυο μου χέρια και νικώντας τη δειλία μου τη φίλησα, στην αρχή απαλά στο πάνω χείλος της χωρίς να υπολογίζω καν την αντίδραση της που προσπάθησε να με σπρώξει ελαφρά προς τα πίσω, κόλλησα με όλη μου τη δύναμη τα χείλη μου στα δικά της και η γλώσσα μου όρμισε βίαια να ανοίξει τα χείλη της και να κατοικήσει πάνω στην δική της γλώσσα, ,το κορμί μου, η καρδιά μου, η ψυχή μου ολάκερη ένοιωθε να ξαναγεννιέται μέσα από τους πόθους που γεννούσε η στιγμή.
Ώρες μετά σε ένα ξενοδοχείο δέθηκαν τα κορμιά μας βίαια, σαν να έπαιρναν μέρος σε ένα παθιασμένο χορό που στο διάβα του τα έκαιγε σαν αχόρταγη πυρκαγιά που κατατρώει και αφανίζει το σύμπαν.
◼ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΕ
⚊ Τρία χρόνια μετά: Απρίλης του 2001
«Βασίλη πρέπει να μιλήσουμε πρέπει να συναντηθούμε, έχω μπλέξει δεν ξέρω τι να κάνω ζω νομίζω τον αληθινό ερώτα μόνο που είναι διανθισμένος από ένα δράμα, αγκάθια πληγές τα συναισθήματα μου με ματώνουν, αιμορραγώ από παντού φίλε μου» «Στις τέσσερις το απόγευμα ραντεβού στο καφέ Μουσείο θα μου τα πεις όλα μόνο τώρα ηρέμισε δεν θέλω, δεν μπορώ να σε ακούω τόσο τρομαγμένο θα βρούμε λύση μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά, ηρέμισε κλείνω τώρα η Γιάννα έρχεται προς το μέρος μου δεν πρέπει να σε ακούσει σε αυτή την κατάσταση θα σε κλείσω τα λέμε στις τέσσερις».
Μόλις τέλειωσα το τηλεφώνημα στον αδελφικό μου φίλο που του ζητούσα βοήθεια για να ξεμπερδέψω τα συναισθήματα μου και όλη αυτή την κατάσταση που με σκορπούσε, τράβηξα προς την πλατεία Μοδιάνου, μόλις πήγα να διασχίσω τη Τσιμισκή έπεσα πάνω σε μια διαδήλωση.
Πανό, συνθήματα, βρισιές, δακρυγόνα, βόμβες μολότοφ να σκάνε σε κάθε σημείο του δρόμου σπασμένες και διαλυμένες προσόψεις καταστημάτων, αυτοκίνητα παρκαρισμένα να καίγονται και εγώ ατάραχος σαν υπνωτισμένος πνιγμένος από τις σκέψεις μου πέρασα ανάμεσα από τους διαδηλωτές που συγκρούονταν με τις αστυνομικές δυνάμεις βίαια στο απέναντι πεζοδρόμιο της Τσιμισκή και βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω στα Λουλουδάδικα.
Ανέβηκα την οδό Κομνηνών και έστριψα αριστερά στη Φράγκων, αφού περπάτησα σχεδόν δυο τετράγωνα έστριψα πάλι αριστερά στη Λέοντος Σοφού, συνέχισα στη Σαλαμίνος, έστριψα μέσα στα στενάκια στα Λαδάδικα και μέσω της Κατούνη έφτασα στο καφέ Μουσείο που ήταν στεγασμένο σε ένα αναγεννησιακό κτίριο του 1811, πέρασα την πόρτα και στο πρώτο τραπέζι που βρήκα ελεύθερο κάθισα, παρήγγειλα ένα εσπρέσο διπλό σκέτο και περίμενα τον Βασίλη, δεν μπορούσα να διαχειριστώ πια τα όσα μου συν έβαιναν τα δυο τελευταία χρόνια, έπρεπε να μιλήσω νωρίτερα και να μοιραστώ το βάρος που μου έτρωγε την ψύχη, οι ερινύες με συνέτριβαν αλλά και το πάθος και η ανάγκη που ένοιωθα να ζήσω με την Ιφιγένεια μου διέλυε το μυαλό, η Ιφιγένεια με αγαπούσε το πίστευα ακράδαντα αυτό, με ποθούσε δίχως όρια και το έδειχνε με κάθε τρόπο , αλλά λόγο του νεαρού της ηλικίας της δεν ήθελε να σηκώσει το βάρος ενός χωρισμού εξαιτίας της.
«Δεν το αντέχω Κωνσταντίνε δεν το αντέχω, θέλω να χωρίσουμε θέλω να φύγω χωρίς να με ψάξεις» μου έλεγε μέσα σε λυγμούς κάθε φορά που την έτρωγαν οι τύψεις, άλλες φορές μου έπαιρνε τηλέφωνο αργά το βράδυ και κλαίγοντας με παρακαλούσε να την αφήσω να φύγει γιατί μόνη της έλεγε δεν ήταν ικανή να το κάνει.
Στις τέσσερις και κάτι φάνηκε και ο Βασίλης, με χαιρέτισε ζήτησε ένα χυμό φυσικό πορτοκάλι, ήταν λάτρης της υγιεινής διατροφής, κάθισε δίπλα μου και μπήκε δίχως περιστροφές κατευθείαν στο θέμα.
«Τι συμβαίνει Κωνσταντίνε με τρόμαξες στο τηλέφωνο, για ποιο έρωτα μιλούσες; γιατί ήσουν τόσο φοβισμένος; έχεις προβλήματα με την Ισμήνη; είχαμε καμιά περιπετειούλα και μπλέξαμε;» Άφησα να περάσουν κάποιες στιγμές για να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να μπορέσω να του εξηγήσω όσα ένοιωθα και βίωνα τον τελευταίο καιρό, τα πάθη μου, τους πόθους μου και τις τύψεις που με στοιχειώνανε και του απάντησα αφού έσφιξα δυνατά τις παλάμες μου σαν γροθιά πράγμα που έκανα συχνά όταν ένοιωθα πίεση, σαν να έπαιρνα κουράγιο από αυτήν την κίνηση «Είμαι ερωτευμένος Βασίλη, τρελά ερωτευμένος με μια κοπέλα συνάδελφο στη σχολή, έχουμε εδώ και δυο χρονιά σχέση είμαι παθιασμένος μαζί της και γεμάτος ένοχες απέναντι στην Ισμήνη αλλά και απέναντι στην Ιφιγένεια, νοιώθω αιχμάλωτη την καρδιά μου, δεν με υπακούει πια».
Η απάντηση μου προκάλεσε ταραχή στο Βασίλη στεκόταν αμίλητος και με κοιτούσε σαν κάποιον άγνωστο που του μιλούσε σε μια γλώσσα που μόλις καταλάβαινε. Τελικά μετά από κάποια λεπτά απόλυτης σιωπής με ρώτησε «Η Ισμήνη το ξέρει; έχει καταλάβει κάτι;» και συνέχισε με ύφος επικριτικό που δεν το περίμενα «Νόμιζα στην αρχή όταν μου τηλεφώνησες ότι πρόκειται για μια απλή στραβοτιμονιά, καταλαβαίνω ότι τα πράγματα είναι σοβαρά τι σκοπεύεις να κανείς;»
Δεν είχα την απάντηση στην ερώτηση του, ένοιωθα εγκλωβισμένος ανάμεσα στην ηθική και στον ερώτα σαν να με συνέθλιβαν πέτρες κινούμενες από δυο μεριές και στη μέση εγώ να προσπαθώ να αποφασίσω αν θα έκανα το πρέπον ή θα ακολουθούσα την τρελή πορεία που διάλεξε η καρδιά μου, δεν μου έφταιγε σε τίποτα η Ισμήνη, ήταν μια εξαιρετική σύζυγος, και το χειρότερο όμορφη, χαριτωμένη και πρόσχαρη, δεν μπορούσαν να την πληγώσω, δεν ήθελα να την πληγώσω και η μόνη λύση που έβλεπα ήταν να διακόψω την σχέση με την Ιφιγένεια. Αυτή ήταν η μια όψη του νομίσματος η άλλη ήταν να ακολουθήσω την καρδιά μου, να τα βροντήξω όλα και να φύγω, αν θα το έκανα αυτό ήξερα ότι θα αντιμετώπιζα τον χλευασμό του κόσμου αλλά θα το άντεχα, πράγμα όμως που δύσκολα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η Ιφιγένεια λόγο της ιδιοσυγκρασίας της και των ενοχών που βίωνε, ήμουν πεπεισμένος ότι δεν επιθυμούσε μια τέτοια εξέλιξη, γιατί δεν ήθελε να είναι η αιτία ενός διαζυγίου, δεν το σήκωνε, δεν το άντεχε τέτοιο βάρος.
Χαμένος στις σκέψεις μου δεν απάντησα στην ερώτηση του Βασίλη, εκείνος με σκούντησε ελαφρά στον ώμο λέγοντας «Τι έγινε είσαι εδώ σαν να χάθηκες;» Νοιώθοντας το ελαφρύ σπρώξιμο στον δεξί μου ώμο επέστρεψα από τις σκέψεις μου έχοντας πάρει την απόφαση μου και του είπα σχεδόν με τρεμάμενη φωνή από την πίκρα που ένοιωθα για όσα είχα αποφασίσει «Βασίλη αυτό που θα κάνω είναι να διακόψω αυτήν τη σχέση με οποιοδήποτε τίμημα» του απάντησα, έβλεπα ότι αν συνέχιζα αυτήν την τρέλα θα κατέστρεφα τη σχέση μου και με τις δύο, στην πίκρα που ένοιωθα εκείνες τις στιγμές προστέθηκε μια βαθιά θλίψη σαν να σκοτείνιασε ο ουρανός πριν ξεσπάσει η καταιγίδα.
«Πρέπει να φύγω Βασίλη, ήρθε η ώρα να κάνω αυτό που είναι το δίκαιο, το σωστό, το πρέπον το αποφάσισα, θα μαζέψω όση ψυχική δύναμη μου έχει απομείνει και θα το κάνω» του είπα η φωνή μου πια ήταν γεμάτη ένταση.
Όση ώρα μιλούσα στο Βασίλη είχα χαμηλώσει τα μάτια και ένοιωθα σαν να κουβαλούσα χίλια σακιά βάρος στην πλάτη «Αυτό πρέπει να κάνεις Κωνσταντίνε αυτό είναι το σωστό η Ισμήνη είναι καταπληκτική κοπέλα δεν αξίζει να την πληγώσεις δεν φταίει σε τίποτα δεν της αξίζει» μου απάντησε.
Τράβηξα την καρέκλα προς τα πίσω και σηκώθηκα από το τραπέζι, χαιρέτισα τον Βασίλη και βγήκα στον δρόμο. Ο βαρδάρης φυσούσε μανιασμένα, λυσσομανούσε, τα σύννεφα γκρίζα είχαν σκεπάσει τον ουρανό και που και που τα διαπερνούσε καμία αχνή ακτίνα του ήλιου φωτίζοντας αυτήν την καταχνιά απόκοσμα .
Ο καιρός ετοιμαζόταν για βροχή, ίσως ο θεός αποφάσισε να ξεπλύνει τις αμαρτίες του κόσμου με μια καταιγίδα.
◼ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
⚊ Η αποκάλυψη της Ιφιγένειας
Περάσαμε μαζί με την Ιφιγένεια στο γραφείο μου, της έδωσα να πιεί λίγο νερό για να ηρεμίσει και καθίσαμε στο καναπέ του σαλονιού μου ο ένας δίπλα στον άλλον για να μας χωρίζει μόνο η ματιά μας, το σαλόνι μου ήταν ένα σύνολο από έπιπλα που αποτελούταν από ένα μαύρο δερμάτινο καναπέ που είχε εμπρός του ένα τραπεζάκι μακρόστενο στο χρώμα του ξύλου και πολυθρόνες μαύρες και αυτές δερμάτινες η μια ακριβώς απέναντι από το καναπέ και η άλλη στα πλάγια του τραπεζιού.
Καθισμένος στο καναπέ ακίνητος από την αγωνία και από τα έντονα συναισθήματα που μου προκαλούσε η παρουσία της περίμενα σιωπηλός πότε θα ηρεμίσει η Ιφιγένεια για να μου εξηγήσει τους λόγους της επίσκεψης της.
Η Ισμήνη φεύγοντας σχεδόν με απείλησε για το τι θα ακολουθούσε όταν θα επέστρεφα στο σπίτι αλλά αυτήν τη στιγμή με απασχολούσε ελάχιστα,, θα έπρεπε να αντιμετωπίσω πρώτα τον εαυτό μου και όσα ξυπνούσαν μέσα μου, μιας και η Ιφιγένεια μετά από χρόνια καθόταν μια ανάσα μακριά μου.
Άπλωσα το χέρι μου και έπιασα το δικό της χέρι, ήταν παγωμένο, τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από το κλάμα αλλά πια η αναπνοή της είχε γίνει κανονική και το πρόσωπο της είχε ηρεμίσει από την ένταση των προηγούμενων στιγμών, αποφάσισα να σπάσω την σιωπή και χαϊδεύοντας στοργικά με το άλλο μου χέρι το πάνω μέρος της παλάμης της την ρώτησα «Για να ήρθες εδώ και να αποφασίσεις να περάσεις όλη αυτή την ψυχική ταλαιπωρία πρέπει να συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό, πες μου τι συμβαίνει, πως μπορώ να σε βοηθήσω;» Η Ιφιγένεια γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου με κοίταξε στο πρόσωπο τράβηξε το χέρι της που το κρατούσα ανάμεσα στα χέρια μου και με αγκάλιασε σφιχτά από τους ώμους και άρχισε να κλαίει, μέσα από λυγμούς μου απάντησε «Βοήθησε με Κωνσταντίνε, βοήθησε τον άντρα μου μόνο εσύ μπορείς, είναι βάρια άρρωστος διαγνώστηκε εδώ και ένα χρόνο με λευχαιμία και χρειάζεται μεταμόσχευση μυελού των οστών και από έρευνα που κάναμε για συμβατό δότη στο Θεαγένειο ταιριάζει απόλυτα η ιστοσυμβατότητα του δείγματος σου με αυτό του Αλέξανδρου, για αυτό το απρόσμενο και ενθαρρυντικό γεγονός που προέκυψε μας ενημέρωσαν οι γιατροί όταν σαν εθελοντής δότης επισκέφτηκες το νοσοκομείο για να κάνεις εξέταση ιστοσυμβατότητας για να βοηθήσεις κάποιο παιδί που χρειαζόταν ένα δότη για μεταμόσχευση μυελού των οστών πριν λίγες μέρες, αυτή λοιπόν η εξέταση που έκανες έδειξε ότι το δείγμα σου είναι απολυτά συμβατό με του συζύγου μου και μας ενημέρωσαν όπως καταλαβαίνεις άμεσα οι γιατροί ».
Έκανε μια παύση η Ιφιγένεια για να πάρει μια βαθιά αναπνοή και συνέχισε να μου μιλά κρατώντας μου συνέχεια σφιχτά από του ώμους «Όταν μου το είπε ο γιατρός δεν το σκέφτηκα καθόλου και αποφάσισα να ψάξω να σε βρω και να σου ζητήσω να με βοηθήσεις, ότι και να νοιώθεις για μένα σε παρακαλώ βοήθησε τον Αλέξανδρο, η ζωή του κρέμεται από τα χέρια σου». Έμεινα άφωνος σαν στήλη άλατος δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό το τρελό παιχνίδι της μοίρας την κοιτούσα με μια έκφραση γεμάτη απορία προσπαθώντας να αντιληφθώ το μέγεθος της σημασίας αυτών που μόλις μου εξομολογήθηκε.
Κάποια στιγμή μετά από απόλυτη σιωπή που ακουγόταν μόνο οι χτύποι από τις καρδιές μας βρήκα το κουράγιο να τη ρωτήσω «Μα οι γονείς σας, άλλοι συγγενείς, τα παιδιά σας, κανείς δεν έχει οστική ομοιότητά με τον σύζυγο σου ;» με άφησε απαλά από τους ώμους και δεν το κρύβω ότι ένοιωσα να ξυπνούν πόθοι κρυμμένοι χρόνια καταχωνιασμένοι στα τρίσβαθα της ψυχής μου, το κορμί μου ανατρίχιασε από την έξαψη που μου προκάλεσε το άγγιγμα της, η στιγμιαία αγκαλιά της με γέννησε πάθη που τα είχα τιθασεύσει εδώ και χρόνια με αντάλλαγμα την εντιμότητα την ηθική και το πρέπον που σήμερα έδειχνε να παραμερίζει επικίνδυνα με την απρόσμενη παρουσία της.
Η Ιφιγένεια πήρε μια ακόμα βαθιά αναπνοή, ήπιε μια ακόμη γουλιά από το ποτήρι με το νερό που της είχα φέρει πριν και μου είπε « Όχι Κωνσταντίνε, όχι κανείς από τους γονείς μας και τα συγγενικά μας πρόσωπα ή φίλους δεν έχει σε τόσο μεγάλο βαθμό ομοιότητας με τα αντιγόνα HLA του Κωνσταντίνου όπως εσύ.»
Μετά την σοκαριστική απάντηση της Ιφιγένειας σηκώθηκα από τον καναπέ σαν χαμένος πήγα προς το μπαρ άνοιξα τη βιτρίνα του και πήρα ένα μπουκάλι ουίσκι- που είχα για τις δύσκολες ώρες του χειμώνα με τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς στο γραφείο- στην συνέχεια έβγαλα ένα ποτήρι από το μπαρ και το γέμισα μέχρι επάνω, οι στάλες από το μπουκάλι χρυσοκίτρινες έτρεχαν μέσα στο ποτήρι όπως οι σκέψεις μου για τα γεγονότα που εξελισσόταν τόσο καρμικά λες και μου χρωστούσε η μοίρα την εκδίκηση της για τις αποφάσεις που είχα πάρει πριν χρόνια.
◼ Όλα τα διαθέσιμα κεφάλαια
Πάρκαρα το αυτοκίνητο σε ένα στενό στη Λαμπράκη και περπατώντας πιασμένες αγκαζέ φθάσαμε σιγά-σιγά στο σπίτι. Ταλαιπωρήθηκα να βρω λίγο τα κλειδιά της εξώπορτας από το διαμέρισμα που μέναμε, πάντα με ταλαιπωρούσε αυτή η τεράστια τσάντα που κουβαλούσα, ανάθεμά με αν ήξερα τι είχε μέσα.
Ο θάλαμος του νοσοκομείου ήταν ένα στενός χώρος με ένα κρεβάτι ακριβώς απέναντι μου και με τον ασθενή που φιλοξενούσε να έχει γυρισμένη την πλάτη του προς το σημείο όπου βρισκόμουν, στο δεξί μου χέρι στο βάθος μπροστά από ένα παραβάν άλλο ένα κρεβάτι φιλοξενούσε τον Κωνσταντίνο, ήταν ξύπνιος με την πλάτη ανασηκωμένη από δύο μαξιλάρια και δίπλα του...
Φεύγοντας από το γραφείο του Κωνσταντίνου-τι ηλίθιος άνθρωπος θεέ μου, ακόμα δεν μπορεί να ξεπεράσει τον χωρισμό μας, το παρελθόν για αυτόν είναι πάντοτε παρών- διέσχισα την Ερμού και βγήκα στην Τσιμισκή, εκεί συνάντησα ένα διερχόμενο ταξί σε μια πόλη άδεια που έμοιαζε με φάντασμα, ήταν ελεύθερο, το σταμάτησα και ζήτησα από τον οδηγό του να με...
Χαζές σκέψεις έπνιγαν το μυαλό μου σήμερα, ίσως να έφταιγε λιγάκι το Sivas, ίσως πάλι να έφταιγαν τα κόκκινα σαν τριαντάφυλλα χείλη της Ιφιγένειας που τα είχα τώρα εμπρός μου αλλά τα είχα στερηθεί τόσα χρόνια και τα έβλεπα να ανοιγοκλείνουν με τόση χάρη που συγκλόνιζαν κάθε σπιθαμή από το κορμί μου, ίσως να έφταιγε και ο αχνός της αναπνοής...
Έφτασα στη σημείο που ήταν να συναντηθούμε μισή ώρα νωρίτερα, στην Ισμήνη προφασίστηκα ένα ραντεβού με κάτι νέους πελάτες που θα εισήγαγαν γεωργικά μηχανήματα από την Ιταλία για να μπορέσω να έχω αρκετό χρόνο στην διάθεση μου, πάρκαρα το αυτοκίνητο στο λιμάνι και βαδίζοντας στην παραλιακή έφτασα έξω από το εστιατόριο.
Χιόνιζε τρεις ημέρες συνέχεια, η κακοκαιρία και η συνεχής χιονόπτωση είχε δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην πόλη, τα λεωφορεία δεν κυκλοφορούσαν γιατί κανείς δεν προέβλεψε να έχουν αντιολισθητικές αλυσίδες, τα ταξί σπάνια, το κρύο βαρύ σε σούβλιζε ως το κόκαλο και τα αεροπλάνα δεν πετούσαν λόγο χαμηλής νέφωσης, μια πόλη αποκλεισμένη, κατάλευκη...
Οι μυστικές ιστορίες του Οθέλλου Ηστ
Οι μυστικές ιστορίες του Οθέλλου Ηστ
Οι μυστικές ιστορίες του Οθέλλου Ηστ
Οι μυστικές ιστορίες του Οθέλλου Ηστ
Οι χειμώνες της καρδιάς μου
Οι χειμώνες της καρδιάς μου
H μισή αλήθειαστη Θεσσαλονίκη...
⚈ Λογοτεχνικά μονοπάτια
◼ Δείτε στη συνέχεια σειρά επιλεγμένων πρωτότυπων λογοτεχνικών κειμένων,
που έγραψαν οι συνεργάτες μας για να σας
κρατήσουν συντροφιά αν σας αρέσει το διάβασμα.
● Για να διαβάσετε παρακάτω οποιοδήποτε λογοτεχνικό κείμενο σας ενδιαφέρει κάντε κλικ πάνω του.