Ταξίδευα ήδη τέσσερις ώρες, είχα ξεκινήσει από το Λονδίνο
οδικώς με προορισμό το Μπρίστολ με ένα αυτοκίνητο που είχα προλάβει να νοικιάσω από το αεροδρόμιο, ένα Honda civic, μοντέλο
του 2002, εκείνα ξέρετε με τη χαμηλή μούρη μπροστά. Το άσπρο χρώμα του είχε γίνει σταχτί
προς το μαύρο από την πολυκαιρία, εικοσαετία
κόντευε να συμπληρώσει, αλλά αυτό ήταν διαθέσιμο άμεσα μιας και δεν μπορούσα να περιμένω και αυτό μου έδωσε η ευγενέστατη
υπάλληλος από την εταιρεία ενοικιάσεως που απευθύνθηκα, μια γλυκύτατη κυρία γύρω στα
σαράντα πέντε με μαύρα μαλλιά μακριά έως τους ώμους, συμπαθητική φυσιογνωμία με ένα χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο
της.
Προτίμησα τη διαδρομή
μέσω της πόλης Reading και της Swindon διασχίζοντας όλο το North Wessex για
να φθάσω στο Μπρίστολ, μπαίνοντας στην πόλη ακολούθησα την κεντρική οδό που διασχίζει σχεδόν όλο το Μπρίστολ, τη Victoria str, καλά να είναι το GPS και όπως έλπιζα με έφερε μπροστά στο ξενοδοχείο που θα διέμενα το σαββατοκύριακο, το
Novotel Bristol Centre Hotel πάνω
στην οδό B4053, ένα παραδοσιακό
κοκκινόχρωμο κτήριο με τούβλα που θύμιζε έντονα τα παραδοσιακά βρετανικά
κτήρια.
Πάρκαρα το αυτοκίνητο στο υπόγειο parking του
ξενοδοχείου και ανέβηκα τα σκαλιά που οδηγούσαν στη ρεσεψιόν, με καλωσόρισαν και μετά από μία σύντομη συζήτηση που είχα με την υπεύθυνη της υποδοχής, μία ευχάριστη δεσποινίδα με πανέμορφα
πράσινα μάτια, αφού με ρώτησε αν ήταν ευχάριστο το ταξίδι μου μου ευχήθηκε καλή διαμονή και μου παρέδωσε το κλειδί από το δωμάτιο που είχα κάνει κράτηση
μέρες τώρα, ήταν στον πρώτο όροφο με πρόσοψη
στη λεωφόρο Β4053, ένα άνετο δωμάτιο πεντακάθαρο και με λεπτό γούστο επιπλωμένο.
Τακτοποίησα τη μικρή μου βαλίτσα που είχα πάρει μαζί μου με τα απολύτως απαραίτητα στη ντουλάπα, λίγα ρούχα, τη κολόνια μου, την οδοντόβουρτσα μου και την οδοντόπαστα μου, τα ρούχα τα άφησα όπως ήταν διπλωμένα μέσα στην βαλίτσα και τη κολόνια την οδοντόβουρτσα και την οδοντόπαστα μου τις τοποθέτησα μπροστά στον καθρέπτη του μπάνιου με τη σειρά και ανάλογα με το ύψος τους, σε απόλυτη στοίχιση, σαν στρατιωτάκια σε παρέλαση. Μόλις τελείωσα αποφάσισα να βγω μία βόλτα στη πόλη, προτίμησα αντί να πάρω το ασανσέρ και να κατέβω στο ισόγειο μιας και το δωμάτιο μου βρισκόταν στον πρώτο όροφο να κατέβω από τα σκαλιά του ξενοδοχείου.
Έφτασα στο λόμπι έστριψα δεξιά προς την έξοδο του ξενοδοχείου και βγήκα στον δρόμο για ένα περίπατο για να εγκλιματιστώ στην
πόλη που την επισκεπτόμουν για πρώτη φορά και μου ήταν παντελώς άγνωστη. Προχώρησα πάνω στην οδό
Victoria st και
αφού έκανα ένα μεγάλο κύκλο γύρω από το ξενοδοχείο παρατηρώντας τα ανακατωμένα μοντέρνα κτήρια της πόλης μετά παραδοσιακά
βρετανικά κτίσματα με τα κόκκινα τούβλα. Έκανα μία σύντομη στάση σε ένα Subway για να τσιμπήσω κάτι πρόχειρο, γιατί το στομάχι μου
γουργούριζε ρυθμικά από την πείνα.
Έβγαλα από τη μέσα τσέπη του σακακιού μου το κινητό μου τηλέφωνο και κάλεσα τον Jon Fox, ένα Άγγλο επενδυτή που είχα γνωρίσει πριν λίγους
μήνες σε μια επίσκεψη μου στο Λονδίνο, βεβαία η καταγωγή του όπως μου είπε αργότερα ήταν από την Βόρεια Ουαλία, O Jon μετά
τη γνωριμία μας με είχε καλέσει στο Bristol
για να συζητήσουμε για μια επένδυση στον τουρισμό που ήθελε να κάνει στην Ελλάδα, κουδούνισε μερικές
φορές το κινητό μου και άκουσα τη φωνή του «Καλημέρα ποιος είναι;»
η φωνή του βαριά αλλά είχε μέσα της αυτή τη βρετανική προφορά που απολαμβάνεις
να ακούς «Καλημέρα Jon, ο Φίλιππος είμαι έφτασα στο Bristol τι
ώρα θα βρεθούμε;»
Τον ρώτησα για να ετοιμάσω
το πρόγραμμα μου και να κάνω αν χρειαστεί κάποιες διορθώσεις στο business plan που
είχα ετοιμάσει για να του το παρουσιάσω. Του πρότεινα την αγορά ενός μικρού ξενοδοχείου σε πολύ καλή τιμή
στην Αλεξανδρούπολη στην περιοχή της Μάκρης, του είχα ετοιμάσει και προτάσεις
για το κόστος ανακατασκευής και διάφορα πρακτορεία που θα αναλάμβαναν να προωθήσουν την
ενοικίαση των δωματίων του ξενοδοχείου, μέχρι και καινούργιο όνομα του είχα βρει το «Ορφέας»
αν ήθελε να αλλάξει το ήδη υπάρχον όνομα του ξενοδοχείου.
Περπατώντας παράλληλα
με το κανάλι του Μπρίστολ που διασχίζει κάθετα όλη την πόλη άκουσα τον Jon
να μου λέει να βρεθούμε στις δέκα το βράδυ στο λόμπι του ξενοδοχείου, συμφώνησα και αφού τον καλημέρισα έκλεισα το τηλέφωνο και το
τοποθέτησα ως συνήθως στην μέσα τσέπη
από το σακάκι μου.
Είχε φθάσει ήδη τρεις το μεσημέρι, το «Νormands Garden of Peace»
ήταν πολύ
κοντά μου και ακριβώς απέναντι από το σημείο που βρισκόμουν ήταν το πορθμείο, έστριψα δεξιά και μπήκα στο άλσος του «Νormands
Garden of Peace» από
την είσοδο που βρίσκεται περνώντας πάνω από την γέφυρα του «Castle bridge». Είχα ακούσει και διαβάσει τόσα πολλά για αυτό το άλσος.
Κουρασμένος από τη διαδρομή
κινήθηκα προς το
κάστρο, έφθασα μπροστά από μια αλέα, τη διέσχισα κάθετα για να φθάσω στο καφέ που ξεπρόβαλε μπροστά μου, είχα απεγνωσμένα την ανάγκη να πω έναν καφέ και να ξαποστάσω από την περιήγηση
μου στην πόλη, θα είχα κάνει τουλάχιστον πέντε χιλιόμετρα περπατώντας και πραγματικά δεν λατρεύω καθόλου το βάδισμα.
Λίγα μέτρα πριν φθάσω στην είσοδο του καφέ είδα
τους θαμώνες του, ανθρώπους κάθε ηλικίας, φύλλου και χρώματος να πετάγονται σαν
τρελοί από την πόρτα της εισόδου του ή να σπάζουν τα παράθυρα που ήταν στους πλαϊνούς τοίχους και να πηδούν στον προαύλιο χώρο χωρίς καν να υπολογίζουν ότι μπορεί να τραυματιστούν από τα θραύσματα τους, δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε, τι ήταν αυτό που τους τρόμαξε τόσο πολύ και λειτουργούσαν τόσο απελπισμένα.
Τα τζάμια έσπαζαν
κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερο πανικό, τους παρατηρούσα
τρομαγμένος, ακίνητος σαν άγαλμα να τρέχουν προς τα δέντρα που ήταν ακριβώς απέναντι από το καφέ για να κρυφτούν πίσω από τους πελώριους κορμούς τους ή και σε κάποια άλλα που ήταν διασκορπισμένα μέσα στο άλσος.
Συνέχιζα να είμαι ακίνητος σαν να καρφώθηκα στο έδαφος, άκουσα δυνατούς ήχους που έμοιαζαν με πυροβολισμούς
και ένιωσα ένα δυνατό κάψιμο στον δεξί μου ώμο, έπεσα μπρούμυτα στο έδαφος. Ο πόνος που ένοιωθα ήταν
αφόρητος, είχε πλημμυρίσει από αίματα το μπροστινό πάνω μέρος από τη μπλούζα μου και το εσωτερικό μέρος που ήταν ντυμένο με μια φόδρα που είχε γίνει κατακόκκινη από σταχτί, από το δερμάτινο σακάκι που φορούσα.
Ένοιωσα μια έντονη αναγούλα και τον πόνο να μου τρυπά τα μηνίγγια και να σφηνώνει στο μυαλό μου ο τρόμος. Συνέχισα να παρατηρώ πεσμένος στο έδαφος σε απόσταση αναπνοής από την είσοδο του καφέ τους γύρω χώρους, διαπίστωσα ότι μόλις ο κόσμος κρυβόταν πίσω από τα δέντρα στη
συνέχεια προσπαθούσε τρέχοντας να βγει
στον δρόμο για να σταματήσει κάποιο αυτοκίνητο και να προσπαθήσει να επιβιβαστεί, έβλεπα τις χειρονομίες, τα σηκωμένα χέρια, τα φρένα των αυτοκινήτων να στριγγλίζουν και μετά να ξεκινούν με απίστευτη ταχύτητα για να σωθούν από τους πυροβολισμούς που στρεφόταν αδιακρίτως σε όσους ακόμα βρισκόταν σε απόσταση βολής.
Οι λάμψεις από τους πυροβολισμούς ερχόταν μέσα από το καφέ αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω ούτε πόσα άτομα ήταν ούτε τι όπλα είχαν.
Τα ουρλιαχτά τους δονούσαν στα αυτιά μου απόκοσμα και μου δημιουργούσαν έντονα το συναίσθημα του πανικού και της απόγνωσης. Ήμουν στο έλεος του θεού, μόνος, ανήμπορος χωρίς να μπορώ να αντιδράσω, έμενα εκεί πεσμένος στο ίδιο σημείο μπρούμυτα πάνω στα χαλίκια της αυλής να προσεύχομαι να τη γλιτώσω από αυτήν
τη τρέλα που ζούσα ξαφνικά.
Πέρασαν μερικά λεπτά που μου φάνηκαν σαν αιώνας, αιμορραγούσα και πονούσα, σχεδόν δεν ένοιωθα καθόλου το δεξί μου χέρι, έβγαλα το σακάκι με μεγάλη δυσκολία και με το αριστερό μου χέρι και με τη βοήθεια των δοντιών μου έκοψα ένα κομμάτι από το μανίκι της μπλούζας μου και έδεσα τον ώμο μου πρόχειρα. Ένοιωθα απέραντη ευγνωμοσύνη για την καλή
μου φίλη τη Ντοντό που πριν χρόνια με είχε πείσει να παρακολουθήσω μαθήματα πρώτων βοηθειών στον Ερυθρό
Σταυρό, που να φανταστώ τότε ότι θα μου ήταν τόσο μα τόσο πολύ χρήσιμα τούτη την ώρα.
Στα δεξιά μου σε μια συστάδα
δέντρων άκουσα θορύβους κάτι σαν σούρσιμο, αναθάρρησα γιατί διαπίστωσα
παρατηρώντας προσεχτικά με μεγάλη ανακούφιση, ότι άρχισαν να αναπτύσσονται οι
ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας, μπορούσα να διακρίνω τον βαρύ οπλισμό τους τα κράνη
και τις αλεξίσφαιρες ασπίδες τους.
Από την πλευρά του καφέ
είχαν σταματήσει οι πυροβολισμοί και στο βάθος διέκρινα μια φιγούρα να κινείται
σχεδόν έρποντας προς τα σπασμένα παράθυρα.
Ο Επικεφαλής όπως κατάλαβα
των αστυνομικών δυνάμεων με χειρονομίες και νοήματα μου έλεγε να προχωρήσω προς
το μέρος τους, ενώ ένας αστυνομικός είχε πιάσει θέση στο ψηλότερο και πιο χοντρό
κλαδί ενός δέντρου που βρισκόταν στη μέση της συστάδας και σημάδευε με την κάννη του όπλου του, ένα Μ16 προς το κτήριο του καφέ, μάλλον θα ήταν
ελεύθερος σκοπευτής και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να εξουδετερώσει την απειλή οπλισμένων ή μπορεί και οπλισμένου άνδρα,
κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος, κανείς δεν ήξερε πόσοι κακοποιοί, ίσως και τρομοκράτες να
ήταν μέσα στο κτήριο και αν είχαν κρατήσει ομήρους κάποιους θαμώνες του καφέ.
Πήρα θάρρος από τις συνεχείς
προτροπές του αξιωματικού και άρχισα έρποντας να κατευθύνομαι προς την συστάδα
των δέντρων που ήταν ακροβολισμένοι οι αστυνομικοί, η απόσταση που μας χώριζε ήταν περίπου τρία με τέσσερα μέτρα, η αγωνία μου να φτάσω μου έδινε ώθηση, ο πόνος ήταν αβάσταχτος στον ωμό μου, ο ιδρώτας
κρύος έλουζε το πρόσωπο μου, τα χαλίκια μου κάρφωναν σε κάθε κίνηση που έκανα
το κορμί μου, έπαιρνα όμως δύναμη να συνεχίσω να μην τα παρατήσω να φτάσω στα δέντρα
να σωθώ!
Όταν πλησίασα αρκετά
μια ομοβροντία από πυροβολισμούς προς την πλευρά του κτηρίου που στέγαζε το καφέ
από την ομάδα των αστυνομικών έδωσε την κάλυψη
που χρειαζόταν για να τρέξουν δύο από αυτούς,
οι πιο ψηλοί και γεροδεμένοι όπως κατάλαβα από τη δύναμη που με άρπαξαν και με τράβηξαν σε κλάσματα δευτερολέπτου πίσω από ένα δέντρο
στην αρχή της συστάδας που ήταν ταμπουρωμένοι οι συνάδελφοι τους. Η ανακούφιση που ένοιωσα
ήταν τεραστία, τους κοίταξα με ευγνωμοσύνη
στα μάτια και λιποθύμησα.
Ξύπνησα στον θάλαμο ενός
νοσοκομείου, στην καρέκλα απέναντι από το
κρεβάτι μου καθόταν ο Jon
«Ξύπνησες επιτέλους Φίλιππε μας τρόμαξες
έχασες πολύ αίμα και κάμνανε αγωνιώδεις προσπάθειες οι γιατροί για να καταφέρουν να σε σώσουν, τελικά πήγαν όλα
καλά όπως από την αρχή μου διαβεβαίωναν στις συνεχείς αγωνιώδεις ερωτήσεις μου μετά την επέμβαση στον ωμό σου, αλλά αν δεν ξυπνούσες
δεν έφευγα από εδώ, τρεις μέρες σε περιμένω» μου μιλούσε αργά για να τον καταλαβαίνω η φωνή
του έφθανε στα αυτιά μου σαν το καλύτερο και πολυτιμότερο δώρο, μου θύμιζε τόσο έντονα ο ήχος της ότι
ήμουν ακόμα ζωντανός.
«Μετά την λιποθυμία μου τι έγινε τους συνέλαβαν; τι ακριβώς συνέβη αμέσως μετά Jon έμαθες;» κάθισε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα που φιλοξενούσε το τεράστιο κορμί του, έμεινε
λίγα δευτερόλεπτα αμίλητος και κοιτάζοντας με στα μάτια με ένα αδιόρατο χαμόγελο, έσφιξε
ασυναίσθητα τα χείλη του «Ήσουν πολύ τυχερός που γλίτωσες Φίλιππε, τέσσερις άνθρωποι σκοτώθηκαν
εκείνη τη μέρα, τελικά η αστυνομία λίγο μετά από όταν σε μετέφεραν σε ένα ασθενοφόρο που ήταν σταθμευμένο λίγο πιο κάτω προς την πλευρά του δρόμου, με συντονισμένες προσπάθειες εξουδετέρωσε τους τρεις κακοποιούς σκοτώνοντας σε ανταλλαγή
πυρών τους δυο και συλλαμβάνοντας τον ένα».
Ο ουρανός χλόμιαζε, μερικές σταγόνες
βροχής χτύπησαν πάνω στο παράθυρο ο Jon
συνέχισε να μου εξιστορεί τα γεγονότα, ότι οι τρεις δολοφόνοι είχαν μπει στο καφέ για να το ληστέψουν αλλά ο ιδιοκτήτης
και το προσωπικό αντέδρασαν και είχαμε αυτήν την ανείπωτη τραγωδία
με τέσσερις νεκρούς, έναν πενηντάχρονο Ελβετό τουρίστα, μια τριανταπεντάχρονη
καθηγήτρια από την Ιταλία και τους δυο νεκρούς ληστές που ακόμα ψάχνουν να
βρουν ποιοι είναι, ελπίζουν ότι αυτόν που συνέλαβαν θα μιλήσει για να μάθουν ποιος οργάνωσε και σχεδίασε αυτήν την θρασύτατη ληστεία σε ένα κατάστημα γεμάτο από κόσμο μέρα μεσημέρι, που τελικά κατέληξε σε αυτό το αιματηρό επεισόδιο.
Μετά δέκα μέρες βγήκα
από το νοσοκομείο, με μπανταρισμένο τον ώμο αλλά καλά στην υγεία μου, ολοκλήρωσα την συνάντηση με τον Jon και του
παρέδωσα τον φάκελο με το business
plan για την πώληση του ξενοδοχείου που το είδε ιδιαίτερα
θετικά, αργότερα έδωσα και μια πολύωρη κατάθεση
στην αστυνομία για όσα είδα και βίωσα εκείνη την αποφράδα μέρα και τώρα απολαμβάνω
τον καφέ μου στο Normans Garden καθισμένος
σε ένα παγκάκι απέναντι από τον κάστρο εκπληρώνοντας την επιθυμία μου και την υπόσχεση
που έδωσα στον εαυτό μου όσο νοσηλευόμουν στο νοσοκομείο.
Νοιώθω τόσο ζωντανός και τυχερός που γλίτωσα που το χαμόγελο μου αν το δεις απλώνεται σε όλο το πρόσωπο μου, παρατηρώντας όμως τους επισκέπτες και τους περαστικούς νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι που
μου κόβει την άνασσα, ώρες-ώρες μια εμμονική σκέψη καρφώνεται στο μυαλό μου και μου συντρίβει τη ψυχή, μήπως και κάποιος από αυτούς θα μπορούσε εν δυνάμει να είναι ο επόμενος που θα έσπερνε τον τρόμο σε
ένα πάρκο ή ένα καφέ ή γιατί όχι σε ένα πολυσύχναστο εστιατόριο.
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής