Προβολές
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί μερικών ανθρώπων είναι τόσο προβλέψιμοι! Ειδικά, άμα τους ξέρεις καλά μέσα στα χρόνια. Ή όταν είναι τόσο νευρωτικοί που κάνει μπαμ η υστερία τους και το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο.
⚊ Aπό τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Μόνο γιουβαρλάκια που δεν τα ταΐσαμε (ακόμα), μελιτζάνες παπουτσάκι και ιμάμ μπαϊλντί!!!
Τρία οικόσιτα αγριογουρουνάκια, με την μανούλα τους την Κυρία αγριογουρουνίτσα, εμφανίστηκαν απρόσκλητα στο εξοχικό μας έξω από την Κύμη, πάνω στο όρος Δίρφυς, άρχισαν να σκαλίζουν τις ελιές (το καλύτερο όργωμα) προκειμένου να ανακαλύψουν θρεπτικούς βολβούς και βιταμινούχες (μαλακές) ρίζες, ίσως.
Ο Μπούμπης, ο ευτραφής αρχαίος ελληνικός ποιμενικός κύων μας, στην αρχή τα γαύγισε ελαφρά και απρόθυμα μάλλον, μετά όμως συντονίστηκε, τα ανέχτηκε και στο τέλος τα άφησε να τρώνε από το πήλινο όπου δοκίμαζε κι ο ίδιος κάτι ειδικές κροκέτες (του πανακρίβου) για σκυλιά με τροφικές αλλεργίες.
Ήταν ιδιαίτερα απρόβλεπτο και ευπρόσδεκτο το θέαμα να βλέπεις έναν μαλλιαρό με μελιά μάτια (σαν της Μελίνας ένα πράγμα) να συντρώγει και να συν-πίνει γάργαρο νερό από την διπλανή πηγή με τέσσερα ζώα τού δάσους, που έγιναν με τον καιρό οικόσιτα κι αργότερα κατοικίδια (δεν πέφταμε να κοιμηθούμε αν δεν τους χαϊδεύαμε τα άτριχα κεφαλάκια τους που θύμιζαν μωρά ελεφαντάκια).
Τι σου είναι ο άνθρωπος; Σε όλα συνηθίζει. Και στην κλιματική αλλαγή και στην πυρπόληση των δασών από οικοπεδοφάγους και στην παύση (λόγω καραντίνας) τής βάρβαρης κυνηγετικής περιόδου και, και, και.
Φαίνεται όμως πως μας περισσεύει (σαν είδος) άπειρη αγάπη, τόση ώστε να μοιραστούμε τα λιγοστά υπάρχοντά μας με όλα τα έμψυχα όντα που συγκατοικούν μαζί μας σε αυτόν τον υπέροχο γαλαζοπράσινο πλανήτη.
Είναι κι αυτό μια ελπίδα, η μόνη ίσως: να μονοιάσουμε όλα τα έμψυχα εμείς και με σεβασμό στα άψυχα να πορευτούμε στο μέλλον με ευθύνη και συναίσθηση τού καθήκοντός μας.
Παράδειγμα ο Μπούμπης (κατά κόσμον Μπάμπης): γεννήθηκε από την καλοσυνάτη σκυλίτσα ενός παρακείμενου βοσκού, πρωτότοκος, λιχούδης και αχόρταγος. Έτσι, η μόνη λύση είναι να μας τον δώσει ο καλός ποιμήν για υιοθεσία προκειμένου να προλάβουν και τα άλλα, υστερότοκα αδελφάκια του να φάνε κι εκείνα τα κακόμοιρα μια σταλιά (γάλα).
Και να σκεφτείς πως αυτός ο αδιόρθωτος μοναχοφαγάς έγινε αρνάκι όταν είδε τα ξεπεταρούδικα γουρουνάκια να ψάχνουν στις ρίζες για βολβούς. Έτρεξε αμέσως και τους έδωσε από το φαγάκι του. Ποιος ξέρει ποιες μνήμες μωρουδίστικες ξύπνησε μέσα του αυτή η εικόνα των πτωχών εκείνων υπάρξεων;
Η ουσία είναι πως τώρα έχουμε ούτε ένα ούτε δύο ούτε τρία αλλά τέσσερα ολάκερα εύσωμα κατοικίδια («ζωή να έχουνε»). Απομένει τώρα να ξεθαρρέψει ένας ορφανός αγριοκούνελος, μία αλεπουδίτσα και το χαριτωμένο νήπιο μιας αρκούδας, που ορφάνεψε εξαιτίας ενός άσπλαχνου λαθροκυνηγού. Το μικρό αρκουδάκι γλίτωσε τη ζωή του γιατί χώθηκε εγκαίρως σε κάτι βάτα και λούφαξε μέχρι να περάσει η κακιά η ώρα.
Ένα πάντως δεν έχω κάνει (μέχρι τώρα) για να θεωρηθώ τελείως εκκεντρικός: να βγάλω για βόλτα στην Καλλιδρομίου τον σκύλο με το ένα λουράκι και το μωρό αλεπουδάκι με ένα άλλο. Αλλά πού θα μου πάει; Θα το πετύχω κι αυτό.
Μια φήμη την έχω. Και ξέρετε πόσο δύσκολο είναι να συντηρείται; Ακριβό το σπορ τού ψυχοπονιάρη. Πολυτέλεια σε άκαρδους καιρούς. Αλλά τι να κάνεις; Το κεφάλι σου δεν μπορείς να το αλλάξεις. Μεταμόσχευση κεφαλής δεν γίνεται (ακόμη). Η «φύσις» μας (ο χαρακτήρας μας) είναι και η μοίρα μας. Και προς την Ελευθερία πορευόμαστε νουνεχείς δια της Αγάπης, της συμπαντικής, της παγκόσμιας.
Γένοιτο! Γέγονε!! Αμήν!!!
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί μερικών ανθρώπων είναι τόσο προβλέψιμοι! Ειδικά, άμα τους ξέρεις καλά μέσα στα χρόνια. Ή όταν είναι τόσο νευρωτικοί που κάνει μπαμ η υστερία τους και το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο.
Ήμουνα που ήμουνα συγχυσμένος μετά από ένα ερωτικό καυγαδάκι… τι τα θέλω εγώ παρόμοια μπλεξίματα σε τέτοια ηλικία; Να πάθω καν'α έμφραγμα, να πάθω εγκεφαλικό και να κυκλοφορώ ανάπηρος στα θέατρα; Δεν λέει! «Ήτανε στραβό το κλήμα, το έφαγε κι ο γάϊδαρος κι αποστραβώθηκε».
Αυθεντικός διάλογος έξω από τις τουαλέτες (μπροστά από την ψύκτη) τρίτου ορόφου μεγάλου κτηρίου γραφείων (αστραφτερού – μέταλλο και γυαλί):
Η φωνή ήταν κυματιστή. Η διήγησις ελάμβανε χώραν επί του πεζοδρόμου γνωστού οψοπωλείου στα Εξάρχεια. Η ταβέρνα ήταν ξακουστή για τις λιχουδιές αλλά και για τους …ωτακουστές της. Επειδή σύχναζαν διάφοροι ενδιαφέροντες τύποι (καλλιτέχνες και λογοτέχνες – τρελοί με τα …ούλα τους, εν ολίγοις) όλο και κάτι έχει να ψαρέψει το αυτί κάθε φιλοπεριέργου.
Στην αρχή ήταν φως και μετά έγινε σκοτάδι… Επειδή όλοι ξέρουμε πότε γεννηθήκαμε (όχι όλοι, όχι ο ήρωάς μας). Κι επειδή κάθε ένας και κάθε μία βαθιά μέσα της γνωρίζει πότε θα πεθάνει, σπεύδω να καταθέσω αυτές τις λιγοστές μυθοπλασμένες φαντασιώσεις πριν με αρπάξει η Λευκότητα και με τυλίξει στις ηλεκτρικές, στις μαγνητικές, στις σπινθηρίζουσες...
Η Νίκη (κατά κόσμον Νικολέττα) όταν τρελάθηκε (από τα γερατειά και τα κρυμμένα μυστικά, τα αθώα ψέματα και τις λευκές εκεχειρίες με τον άσπονδο σύζυγό της) σηκωνόταν μαύρα μεσάνυχτα να πάει προς νερού της, μετά βαφόταν, ντυνόταν, φορούσε τα κοσμήματά της όλα κι έτρεχε να φύγει στον κατήφορο. Όταν τη σταματούσαν και τη ρωτούσαν πού πηγαίνεις εκείνη...