Ξέρετε τι γίνεται όταν αποβιβάζεται ο κόσμος από τα στενά, δίπορτα λεωφορεία σε κεντρικούς σταθμούς του μετρό. Το πατείς με πατώ σε. Βιάζονται όλοι να μπουν πριν βγουν οι προηγούμενοι. Χαϊμός. Χαλασμός κόσμου. Εκεί πάνω στην πολυκοσμία βέβαια, στο στριμωξίδι, στο γαμοσταυρίδι και με τα νεύρα τσατάλι, ανθούν δύο φρούτα «εδώδιμα – αποικιακά»: οι...
Τα χείλη της Ντοντός
◼ Λογοτεχνική σειρά διηγημάτων: Κλεφτές ματιές
Έσφιγγα με δύναμη τα βλέφαρα μου μήπως και μπορέσω να κοιμηθώ μια στάλα, μα εκείνα τα κόκκινα σαν φράουλες χείλη που εξερευνούσαν σπιθαμή προς σπιθαμή το κορμί μου είχαν σφηνώσει στο μυαλό μου.
Φαντασιωνόμουν πως βρισκόμουν σε μια απόμακρη πρασινογάλαζη ακρογιαλιά που μοσχοβολούσε θυμάρι και εγώ σαν παιδί να χτίζω αμέριμνος πύργους ψηλούς, απόρθητους στην άμμο, και ξάφνου ατενίζοντας το πέλαγος τη θωρούσα από μακριά να έρχεται αργά βασανιστικά από τα βάθος του ορίζοντα για να μου σφίξει απαλά το χέρι και να με πάρει μακριά στο δικό της κόσμο.
Οι δυο μας συντροφιά πλάι-πλάι χαϊδεύοντας τα κύματα στην ακρογιαλιά, θα ονειρευόμασταν κόσμους μακρινούς, καθώς θα καλούσαμε να παιδευτούν τα κορμιά μας μαζί με τις σάρκες μας και να σφιχταγκαλιάζονται για αιώνες και χρόνια μέχρι να γίνουν ένα.
Θα σμίγαμε πάντα μέσα στα καταγάλανα νερά ως προσευχή στον θεό Έρωτα και τον Ποσειδώνα. Το ταξίδι μας μας μακρινό και ίσως παντοτινό θα όργωνε θάλασσές και ωκεανούς, βουνά απάτητα που θα φιλοξενούσαν κάθε κόμματι της αγάπης μας.
Το ξύπνημα ήταν βαρύ σήκω Στρατή ήρθε η ώρα η δουλειά σε περιμένει, άφησα το κρεβάτι έπλυνα το πρόσωπό μου γρήγορα-γρήγορα και ξεκίνησα για το γραφείο, καλά τα όνειρα αλλά έπρεπε να φάμε κιόλας, η μάνα μου -μέναμε μαζί από τότε που πέθανε ο πατέρας μου- μου έφτιαξε κολατσιό μια φέτα ψωμί με μερέντα και φρέσκο βούτυρο για να το πάρω μαζί μου, όπως θα έκανε κάθε Ελληνίδα μάνα για τον κανακάρη της.
Έφτασα στη στάση του μετρό κατέβηκα τα σκαλιά τρέχοντας και πήρα το τρένο για το Σύνταγμα
αν προλάβαινα να κλείσω λιγάκι τα μάτια μου πάνω στο βαγόνι θα συνέχιζα το ονειρικό ταξίδι
μου αν όχι στο σκόλασμα ίσως ή αλλιώς ραντεβού με τη Ντοντό το βράδυ, καθώς θα κλείνω τα βλέφαρα μου αργά σαν να κόβω εισιτήριο για τα όνειρά μου που θα έχουν αφετηρία το κρεβάτι μου και τελικό προορισμό τα χείλη της.
Δημιουργός: Ζεχερλής Μιχάλης
Τα χείλη της Ντοντός
Έσφιγγα με δύναμη τα βλέφαρα μου μήπως και μπορέσω να κοιμηθώ μια στάλα, μα εκείνα τα κόκκινα σαν φράουλες χείλη που εξερευνούσαν σπιθαμή προς σπιθαμή το κορμί μου είχαν σφηνώσει στο μυαλό μου.
Το ξωτικό (Μέρος δεύτερο)
Το γεροντάκι της ιστορίας μας για άλλη μια μέρα αφού περιπλανήθηκε στους δρόμους της Αθήνας τρικλίζοντας και σκοντάφτοντας στα κατεστραμμένα πλακάκια της Μιχαλακοπούλου, ζητιανεύοντας έξω από τα λαμπερά της μαγαζιά, στολισμένα με κόκκινα αυγά και λαμπάδες, γεμάτα παιχνίδια και ρούχα πολύχρωμα, ζωντανά σαν τον ανοιξιάτικο ουρανό της.
Το ξωτικό
Ήταν δεν ήταν 150 cm, τα αυτιά του στις άκρες ήταν μυτερά σαν ανάποδα τρίγωνα. Φορούσε ένα πράσινο τζάκετ και ένα γαλάζιο πουκάμισο με κόκκινο γιακά. Όλη αυτή την αστεία εμφάνιση την ολοκλήρωνε ένας σκούφος γαλαζοπράσινος που σχεδόν του έκρυβε τα μάτια και τον δυσκόλευε την όραση και όλο τον σήκωνε προς τα πάνω και όλο αυτός έπεφτε προς τα κάτω....
«Μεγάλωσα ξαφνικά μέσα σε ένα βράδυ, άσπρισαν σε ένα λεπτό κρόταφοι και ζάρωσε πρόσωπο και κορμί σε ένα ξημέρωμα, σκόρπισα σαν άνθρωπος από τις συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειές να πείσω τον άνθρωπο που λάτρεψα να μοιραστούμε το υπόλοιπο της ζωής μας σε ένα κοινό δρόμο- λέξη μοναδική, μόνο η ψυχή ενός ερωτευμένου αληθινά, αντιλαμβάνεται την σημασία...
Πριν το τέλος
Κοιτούσε ώρα τώρα από ψηλά τη χιονισμένη πόλη, μουντή και αφιλόξενη να ρουφάει με τον ίσκιο από το βουνό που καμάρωνε στα πόδια της, τις στάλες από τα δάκρυα του, σαν να τη δυνάμωναν για να μπορεί έπειτα να καταβροχθίσει την καρδιά του.
Στιγμές από τη ζωή μου
Στιγμές από τη ζωή μου
Αντίλαλοι
Σαν Εταίρα, αναλογιζόμενος τις επιλογές που έχουμε στη ζωή και μας αναγκάζουν...