Στη Σκιά μιας Βενετσιάνικης Μάσκας

2025-04-14
◼ Σειρά διηγημάτων: Οι μυστικές ιστορίες του Οθέλλου Ηστ

⚊ Ιστορία: Έβδομη ⚊

Η Βενετία στα τέλη Σεπτεμβρίου ήταν μια συμφωνία σιωπής και χρωμάτων που έσβηναν απαλά. Ο ήλιος, χαμηλά στον ορίζοντα, ζωγράφιζε τις παλιές προσόψεις των κτιρίων με μια χρυσαφένια μελαγχολία, ενώ η υγρασία από τις λιμνοθάλασσες τύλιγε τα στενά σοκάκια σε μια ομίχλη γεμάτη υποσχέσεις για μυστικά που ψιθυρίζονταν μόνο στις σκιές. Η τουριστική κοσμοσυρροή του καλοκαιριού είχε υποχωρήσει, αφήνοντας πίσω της μια αίσθηση ηρεμίας, μια ευκαιρία για την πόλη να αναπνεύσει και να αποκαλύψει την πιο αυθεντική, ίσως και πιο μελαγχολική, όψη της.

Σε ένα μικρό εργαστήριο κρυμμένο στην ήσυχη συνοικία του Ντορσοδούρο, ο Οθέλλος Ηστ, ένας άνδρας στα τέλη της δεκαετίας των πενήντα, συνέχιζε την αρχαία τέχνη της κατασκευής βενετσιάνικων μασκών. Τα χέρια του, σημαδεμένα από χρόνια δουλειάς, κινούνταν με μια σιγουριά και μια ευαισθησία που πρόδιδαν τη βαθιά του σύνδεση με την τέχνη του. Ζούσε μόνος, περιτριγυρισμένος από τις δημιουργίες του: μάσκες από papier-mâché, από δέρμα, διακοσμημένες με φτερά, χρυσόσκονη και περίτεχνα σχέδια. Κάθε μάσκα έμοιαζε να ψιθυρίζει μια ιστορία, να κρύβει μια ταυτότητα, να προσκαλεί σε έναν κόσμο μεταμφίεσης και μυστηρίου.

Μια μέρα, την πόρτα του εργαστηρίου άνοιξε η Εστέλλα. Ήταν μια νεαρή γυναίκα γύρω στα 35, με γαλάζια μάτια που έλαμπαν με περιέργεια και πάθος. Τα καστανόξανθα μαλλιά της έπεφταν σε απαλούς κυματισμούς στους ώμους της, πλαισιώνοντας ένα πρόσωπο που συνδύαζε δύναμη και ευαισθησία. Το ύψος της, γύρω στο 1,80, της έδινε μια επιβλητική παρουσία, όμως η χάρη των κινήσεών της μαρτυρούσε μια θηλυκότητα που μαγνήτιζε, και μια αύρα μυστηρίου που ταίριαζε απόλυτα με την ατμόσφαιρα της Βενετίας. Είχε έρθει στο εργαστήριο του Οθέλλου, γοητευμένη από τη φήμη του και την εκφραστικότητα των μασκών του. Ζήτησε να γίνει μαθήτριά του, έτοιμη να αφιερώσει χρόνο και κόπο για να μάθει τα μυστικά της τέχνης. Ο Οθέλλος, αρχικά διστακτικός, είδε στα μάτια της Εστέλλα μια φλόγα που έμοιαζε επικίνδυνη και σαγηνευτική ταυτόχρονα. Κάτι στην παρουσία της τον τάραξε βαθιά, ξυπνώντας μέσα του συναισθήματα που νόμιζε ότι είχαν σβήσει για πάντα. Παρά τις επιφυλάξεις του, δέχτηκε να την πάρει υπό την προστασία του.

Καθώς η Εστέλλα περνούσε τις μέρες στο εργαστήριο, παρατηρούσε τον Οθέλλο να δουλεύει με μια σιωπηλή αφοσίωση. Έμαθε για την ιστορία των μασκών, για τον ρόλο τους στο καρναβάλι, στις γιορτές, ακόμα και στην καθημερινή ζωή της Βενετίας κατά το παρελθόν, όπου η ανωνυμία που προσέφεραν επέτρεπε στους ανθρώπους να ξεπερνούν τις κοινωνικές τάξεις και να ζουν για λίγο σε έναν κόσμο ελευθερίας και μυστικότητας. Ο Οθέλλος τής εξηγούσε τον συμβολισμό κάθε μάσκας: την αινιγματική Bauta που εξασφάλιζε την ανωνυμία και επέτρεπε στον χρήστη της να κινείται ελεύθερα στην κοινωνία χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του, την κομψή Moretta που τόνιζε τη γυναικεία γοητεία, τον σοφό Dottore με το μακρύ ράμφος που αρχικά φορούσαν οι γιατροί της πανούκλας.

Όμως, ανάμεσα στον Οθέλλο και την Εστέλλα, άρχισε να αναπτύσσεται κάτι περισσότερο από μια σχέση δασκάλου-μαθήτριας. Η Εστέλλα έλκυε τον Οθέλλο με τη νεότητά της, το πάθος της και την αινιγματική της φύση. Εκείνος, με τη σειρά του, την γοήτευε με την εμπειρία του, την αφοσίωσή του στην τέχνη και την κρυμμένη μελαγχολία που διέκρινε στα μάτια του. Οι ματιές τους συναντιόντουσαν όλο και πιο συχνά, φορτισμένες με μια ένταση που έκανε την ατμόσφαιρα στο εργαστήριο ηλεκτρισμένη.

Μια μέρα, καθώς η Εστέλλα καθάριζε το εργαστήριο, βρήκε σε ένα παλιό ξύλινο κουτί μια ξεθωριασμένη φωτογραφία. Απεικόνιζε έναν νεαρό άνδρα, που έμοιαζε εκπληκτικά με τον Οθέλλο, να στέκεται δίπλα σε μια γυναίκα με ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη και μια μάσκα Bauta στο χέρι. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας, με λεπτά γράμματα, ήταν γραμμένο ένα όνομα: «*Νίκη, Αθήνα, 1995». Η Εστέλλα αναρωτήθηκε. Ποια ήταν άραγε αυτή η Νίκη;

Κρατώντας τη φωτογραφία με δισταγμό, η Εστέλλα την έδειξε στον Οθέλλο. Ο άνδρας πάγωσε. Το πρόσωπό του, συνήθως ήρεμο, σκιάστηκε από μια έκφραση βαθιάς θλίψης. Για μια στιγμή, φάνηκε σαν να επρόκειτο να αρνηθεί τα πάντα, αλλά τελικά, με μια βαθιά ανάσα, κάθισε και άρχισε να μιλά.

«Η Νίκη είναι μια ιστορία που με τρώει χρόνια τώρα τα σωθικά», είπε με μια φωνή χαμηλή που έσπαζε από συγκίνηση. «Έφυγα από την Αθήνα πριν από πολλά χρόνια, αφήνοντας πίσω μου μια ζωή που δεν μπορούσα να διαχειριστώ. Έκανα λάθη, πλήγωσα ανθρώπους. Η μάσκα... η μάσκα ήταν ο τρόπος μου να κρυφτώ, να δημιουργήσω μια νέα ταυτότητα, ένα νέο ξεκίνημα.»

Ο Οθέλλος εξήγησε ότι η γυναίκα της φωτογραφίας ήταν ο μεγάλος του έρωτας, μια γυναίκα που σημάδεψε τη ζωή του για πάντα. Η σχέση τους ήταν παθιασμένη και καταστροφική, γεμάτη μυστικά και απαγορευμένους πόθους. Η Αθήνα, με τα κρυφά στενά της Πλάκας και τα σκοτεινά σοκάκια της, ήταν το ιδανικό σκηνικό για το κρυφό τους πάθος. Φορούσαν συχνά μάσκες για να συναντηθούν σαν να μην γνωρίζονταν μεταξύ τους, ένα ερωτικό παιχνίδι, που τους βύθιζε ακόμα περισσότερο στα πάθη τους με πρωταγωνιστή τη μάσκα Bauta.

«Η Bauta...», είπε ο Οθέλλος με μια φωνή γεμάτη πίκρα, «... έγινε το σύμβολό μας. Μας επέτρεπε να είμαστε ελεύθεροι, να είμαστε ο εαυτός μας, χωρίς να φοβόμαστε τις συνέπειες. Αλλά ταυτόχρονα, μας φυλάκισε σε έναν κόσμο μυστικών και ψεμάτων.»

Η σχέση τους, όμως, δεν μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Οι κοινωνικές πιέσεις και οι οικογενειακές υποχρεώσεις τούς χώρισαν. Η γυναίκα παντρεύτηκε κάποιον άλλον, και ο Οθέλλος έμεινε μόνος, με την καρδιά του ραγισμένη και την ψυχή του γεμάτη τύψεις, αφιερώνοντας τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του στην κατασκευή μασκών, προσπαθώντας να βρει μια διέξοδο στον πόνο του και να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του.

Η Εστέλλα άκουγε σιωπηλά, με τα μάτια της γεμάτα κατανόηση και συμπόνια. Η ιστορία του Οθέλλου την συγκλόνισε βαθιά. Ήταν σαν να έβλεπε τον εαυτό της σε έναν καθρέφτη, να αναγνωρίζει σε εκείνον την ίδια την ανάγκη για αγάπη, για ελευθερία, για αυθεντικότητα.

Η ατμόσφαιρα στο εργαστήριο πια είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια μόνο ένας χώρος τέχνης, αλλά και ένας σιωπηλός μάρτυρας στην αυξανόμενη ένταση μεταξύ του Οθέλλου και της Εστέλλα. Οι ματιές τους, που άλλοτε ήταν γεμάτες περιέργεια και θαυμασμό, τώρα φλέγονταν από μια λαχτάρα που δεν μπορούσε πλέον να κρυφτεί.

Η νύχτα έπεσε στη Βενετία, τυλίγοντας τα κανάλια σε ένα πέπλο μυστηρίου. Το φως του φεγγαριού έμπαινε στο εργαστήριο από το μεγάλο παράθυρο, ζωγραφίζοντας τις μάσκες με ασημένιες σκιές. Ο Οθέλλος και η Εστέλλα βρέθηκαν κοντά, σχεδόν να ακουμπούν, με την αναπνοή τους να γίνεται ένα.

Χωρίς να πουν λέξη, τα χέρια τους συναντήθηκαν. Του Οθέλλου, τραχιά και δυνατά από την δουλειά, τύλιξαν απαλά τα δικά της, μικρά και ζεστά. Ένα ρίγος διέτρεξε και τους δύο. Ο χρόνος σταμάτησε.

Ο Οθέλλος έσκυψε και φίλησε με πάθος την Εστέλλα. Ήταν ένα φιλί γεμάτο λαχτάρα, μια σιωπηρή ομολογία ενός πόθου που ωρίμαζε εδώ και καιρό. Η Εστέλλα ανταποκρίθηκε με μια θέρμη που ξεπέρασε κάθε του προσδοκία. Τα σώματά τους ενώθηκαν καθώς ο Οθέλλος έμπαινε βαθιά μέσα της καθώς εκείνη τον καλούσε με μικρές κραυγές, υγρή, σφίγγοντας δυνατά τα πόδια της στο κορμί του. Ο Οθέλλος χάθηκε στα μάτια της Εστέλλα, βρίσκοντας σε αυτά μια άβυσσο αγάπης και πάθους.

Η ένωσή τους ήταν μια έκρηξη αισθήσεων. Κάθε άγγιγμα, κάθε φιλί, ήταν μια αποκάλυψη. Οι στεναγμοί τους αντηχούσαν στο σιωπηλό εργαστήριο, αναμεμειγμένοι με τον ήχο της βροχής που άρχισε να πέφτει έξω. Οι μάσκες, σιωπηλοί θεατές, έμοιαζαν να εγκρίνουν αυτή την ένωση, την απελευθέρωση των συναισθημάτων που τόσο καιρό έμεναν κρυμμένα.

Στην αγκαλιά του Οθέλλου, η Εστέλλα βρήκε έναν κόσμο όπου η αγάπη και η επιθυμία ήταν ένα. Εκείνος, στην αγκαλιά της, ξέχασε το παρελθόν, τις πληγές και τις τύψεις. Για λίγες ώρες, ήταν μόνο δύο άνθρωποι που ενώθηκαν με μια δύναμη που ξεπερνούσε κάθε λογική, κάθε φόβο. Ήταν η απόλυτη παράδοση, η ολοκληρωτική ένωση δύο ψυχών που αναζητούσαν η μία την άλλη μέσα στο σκοτάδι...

Ξαφνικά, ένας δυνατός θόρυβος τάραξε την ηρεμία της νύχτας. Η πόρτα του εργαστηρίου άνοιξε με δύναμη και μια φιγούρα, καλυμμένη με μια μαύρη Bauta, μπήκε μέσα. Ο Οθέλλος και η Εστέλλα πετάχτηκαν έντρομοι, καλύπτοντας γρήγορα τα σώματά τους με ό,τι έβρισκαν πρόχειρο.

«Οθέλλο;» ψιθύρισε η φιγούρα, και ο Οθέλλος αναγνώρισε τη φωνή της γυναίκας από την παλιά φωτογραφία, της γυναίκας που νόμιζε ότι είχε χάσει για πάντα. Δίπλα της στεκόταν ο **Μαξ Μίλαν, ο φίλος του ο δημοσιογράφος, γερασμένος μεν αλλά όπως τον θυμόταν.

«Σε βρήκα φίλε, σε ψάχνω δέκα χρόνια. Σου έφερα ότι επιθυμούσαν τα όνειρά σου, τη Νίκη σου», είπε ο Μαξ, και φάνηκε να ανακουφίζεται που τον έβλεπε.

Ο Οθέλλος, με την καρδιά του σχεδόν σταματημένη, κοίταξε τη Νίκη. Ήταν ακόμα όμορφη, αλλά τα χρόνια είχαν αφήσει τα σημάδια τους στο πρόσωπό της. Εκείνος, όμως, την αναγνώριζε. Ήταν η Νίκη του, η γυναίκα που είχε αγαπήσει με πάθος και είχε χάσει. Μια δίνη συναισθημάτων τον κατέκλυσε – χαρά, έκπληξη, αλλά και μια αίσθηση παράλογης ζήλιας για τα χρόνια που πέρασε χωρίς αυτόν.

«Νίκη;» ψιθύρισε, με τη φωνή του να τρέμει.

Η Νίκη έβγαλε τη μάσκα της και τον κοίταξε με μάτια γεμάτα συγκίνηση. «Οθέλλο... Είμαι εγώ.»

Ένας σιωπηλός διάλογος ακολούθησε, γεμάτος ερωτήσεις που δεν χρειάζονταν λόγια. Πώς τον βρήκαν; Γιατί τώρα; Τι σήμαινε αυτή η απροσδόκητη επιστροφή; Και κυρίως, τι σήμαινε για την Εστέλλα, που στεκόταν στο πλάι, με τα γαλάζια μάτια της να καθρεφτίζουν μια θλίψη που προσπαθούσε να κρύψει;

Ο Μαξ, ο δημοσιογράφος, έσπευσε να εξηγήσει. «Δέκα χρόνια, Οθέλλο, δέκα χρόνια σε ψάχνω. Η Νίκη δεν σε ξέχασε ποτέ. Μετά από χρόνια σιωπής, μου ζήτησε να σε βρω.»

Η αλήθεια ήταν ότι ο Μαξ, ως πιστός φίλος του Οθέλλου, δεν μπόρεσε ποτέ να κατανοήσει πλήρως τους λόγους του χωρισμού του με τη Νίκη. Είχε δει την αγάπη που υπήρχε ανάμεσά τους, ένα πάθος που έμοιαζε αιώνιο. Μέσα από τις ιστορίες που του είχε πει ο Οθέλλος κατά καιρούς, και που είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα όπου εργαζόταν, ο Μαξ είχε σχηματίσει την εικόνα μιας γυναίκας που λατρεύτηκε βαθιά και μιας αγάπης που φάνταζε ιδανική. Όμως, οι λίγες και ασύνδετες πληροφορίες που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει δεν δικαιολογούσαν τον χωρισμό. Ο Οθέλλος είχε αναφερθεί σε οικονομικές δυσκολίες και στη διαφορά ηλικίας ως τους λόγους που τους οδήγησαν να χωρίσουν, αλλά ο Μαξ υποψιαζόταν ότι υπήρχε κάτι περισσότερο, κάτι που ο φίλος του απέφευγε να αποκαλύψει. Έτσι αποφάσισε να βρει τη Νίκη και μετά από έρευνες την ανακάλυψε. Ζήτησε τότε να την συναντήσει και συμφώνησαν να συναντηθούν στο Interlaken, στο πασίγνωστο ξενοδοχείο Victoria. Ο Μαξ συναντώντας τη Νίκη στο ξενοδοχείο έμαθε πως αγαπούσε τον Οθέλλο, αλλά η σχέση τους δεν είχε μέλλον· η οικογένειά της και ο κοινωνικός της περίγυρος αντιδρούσαν. Επίσης, ήταν μόλις είκοσι δύο ετών και δεν μπορούσε να σηκώσει αυτό το βάρος. 

Ο Μαξ όμως τού είχε δώσει εντολή να μην ψάξει ποτέ να τη βρει, ούτε να ερευνήσει για αυτήν, αυτός δεν τον άκουσε και η φιλία τους μετά από ένα ***επεισοδιακό καβγά στο καφέ του ξενοδοχείου τελείωσε άδοξα.

Τώρα, στέκονταν ξανά ο ένας απέναντι στον άλλο, αλλά η δυναμική είχε αλλάξει. Ο Μαξ, ο πιστός φίλος, είχε γίνει ο αγγελιοφόρος του παρελθόντος, φέρνοντας μαζί του μια γυναίκα που ο Οθέλλος νόμιζε ότι είχε αφήσει πίσω για πάντα.

Η Νίκη πλησίασε τον Οθέλλο, διστακτικά. «Δεν ήταν εύκολο, Οθέλλο. Έκανα τη ζωή μου, παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια... Αλλά πάντα σε θυμόμουν. Πάντα αναρωτιόμουν τι απέγινες. Και όταν έμαθα... όταν έμαθα για τις μάσκες σου, κατάλαβα ότι ήσουν ακόμα ζωντανός, κάπου εκεί έξω. Τότε τα βρόντηξα όλα   στην Αθήνα και αποφάσισα να  λυτρωθώ από τα δεσμά τους και να έρθω να σε βρω.» Η φωνή της έτρεμε από συγκίνηση και μια υπόκωφη ενοχή. Ήξερε ότι η παρουσία της αναβίωνε ένα παρελθόν που ίσως ήταν καλύτερα να είχε μείνει θαμμένο.

Ο Οθέλλος κοίταξε την Εστέλλα, που παρακολουθούσε τη σκηνή με έκπληξη και σύγχυση. «Εστέλλα...», είπε, με μια φωνή που έδειχνε την εσωτερική του πάλη, «...αυτή είναι η Νίκη. Η γυναίκα για την οποία σου μίλησα.» Η φωνή του έλειπε από την συνηθισμένη του σιγουριά.

Η Εστέλλα, παρόλο που ένιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά, προσπάθησε να χαμογελάσει. «Χαίρω πολύ, Νίκη.» Το χαμόγελό της ήταν σπασμένο, μια μάσκα που προσπαθούσε να κρύψει την πληγωμένη της υπερηφάνεια.

Η Νίκη την κοίταξε με κατανόηση. «Εσύ πρέπει να είσαι η μαθήτρια του Οθέλλου, όπως μου ομολόγησε ο Μαξ. Ο Οθέλλος μου μιλούσε συχνά για την τέχνη του, για τις μάσκες που φτιάχνει. Έχει ταλέντο, πάντα είχε.» Υπήρχε μια ειρωνεία στην φωνή της, μια υπόνοια ζήλιας για την νεαρή γυναίκα που είχε πάρει τη θέση της, όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και στην καρδιά του Οθέλλου.

Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Ο Οθέλλος βρισκόταν ανάμεσα σε δύο γυναίκες που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του. Η Νίκη, ο έρωτας του παρελθόντος, η γυναίκα που τον σημάδεψε για πάντα. Και η Εστέλλα, η γυναίκα του παρόντος, που έφερε φως και ελπίδα στη ζωή του. Και ανάμεσά τους, ο Μαξ, ο φίλος που προσπαθούσε να βοηθήσει, ο άνθρωπος που γνώριζε τα περισσότερα για το παρελθόν τους και που η παρουσία του απειλούσε να αποκαλύψει αλήθειες που ο Οθέλλος προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρατήσει κρυφές.

Τι θα έκανε τώρα; Ποιον δρόμο θα ακολουθούσε; Θα επέστρεφε στο παρελθόν, στην αγάπη που δεν έσβησε ποτέ, ή θα συνέχιζε στο παρόν, στην καινούρια σχέση που μόλις άρχιζε να ανθίζει; Και πώς θα αντιμετώπιζε τον Μαξ, τον άνθρωπο που κάποτε εμπιστευόταν περισσότερο από τον καθένα, και που τώρα έφερνε στην επιφάνεια ένα παρελθόν που ο Οθέλλος ήθελε να αφήσει πίσω του;

Η απάντηση δεν ήταν εύκολη. Ο Οθέλλος ήξερε ότι η απόφασή του θα καθόριζε το μέλλον του, και το μέλλον και των τριών τους. Και αυτή η συνειδητοποίηση τον γέμιζε με ένα βάρος που έμοιαζε αβάσταχτο.

                                                                                                                             



Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής


* Η Νίκη είναι ο μεγάλος έρωτας του Οθέλλου. Διάβασε περισσότερα στη λογοτεχνική σειρά Οι μυστικές ιστορίες του Οθέλλου Ηστ στην ιστορία του Γράμμα δίχως Παραλήπτη

** Μαξ Μίλαν δημοσιογράφος που γράφει τις ιστορίες του Οθέλλου, γνωρίστηκαν όταν ο Οθέλλος επισκέφτηκε το γραφείο του στη Θεσσαλονίκη με πρόθεση να προτείνει στον Μαξ Μίλαν να δημοσιεύει τις ιστορίες του στην εφημερίδα που εργαζόταν. Διάβασε περισσότερα στη λογοτεχνική σειρά Οι μυστικές ιστορίες του Οθέλλου Ηστ στην ιστορία του Χιονισμένα Χείλη

*** Επεισοδιακός καβγάς στο Hotel Victoria. Διάβασε περισσότερα στη λογοτεχνική σειρά Οι μυστικές ιστορίες του Οθέλλου Ηστ στην ιστορία του Το δεντρί του έρωτα

Font Awesome 1 Icons W3.CSS
  Πρόσφατες δημοσιεύσεις

Λογοτεχνική σειρά αυτοτελών διηγημάτων

Η Βενετία στα τέλη Σεπτεμβρίου ήταν μια συμφωνία σιωπής και χρωμάτων που έσβηναν απαλά. Ο ήλιος, χαμηλά στον ορίζοντα, ζωγράφιζε τις παλιές προσόψεις των κτιρίων με μια χρυσαφένια μελαγχολία, ενώ η υγρασία από τις λιμνοθάλασσες τύλιγε τα στενά σοκάκια σε μια ομίχλη γεμάτη υποσχέσεις για μυστικά που ψιθυρίζονταν μόνο στις σκιές. Η τουριστική...

Ο έρωτας είναι τυφλός έλεγε ο Σαίξπηρ, για κάθε ανθρώπινο όν η αγάπη το πάθος, ο πόθος έχουν το δικό τους ξεχωριστό όνομα, έτσι αντιλαμβάνονται στη ζωή τον κόσμο των συναισθημάτων, για τον Οθέλλο στο όνομα της Νίκης κρυβόταν ο δικός του μυστικός κόσμος ο κόσμος των δικών του συναισθημάτων.

Η συνάντηση μας με τον Οθέλλο κανονίστηκε για τις εικοσιπέντε Μαΐου στη Βιέννη στις οκτώ η ώρα το βράδυ στο Cafe Sacher κοντά στο καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου απέναντι από την όπερα στην οδό Philharmoniker.

Βαδίζοντας από την Tσιμισκή έφτασα στην Τούμπα, όπως έκανα συχνά κάθε φορά που έφευγα νωρίς το βράδυ από την εφημερίδα.

Ο Χειμώνας έτριζε ήδη τα δόντια του, ήταν αρχές Δεκέμβρη, πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, και ο Οθέλλος μετά από μακρά σιωπή που κράτησε πάνω -κάτω ένα χρόνο επικοινώνησε ως εκ θαύματος μαζί μου και ζήτησε να συναντηθούμε σήμερα που θα ερχόταν στη Θεσσαλονίκη για να επισκεφτεί τον αδελφό του τον Περικλή.

Η ιστορία του Οθέλλου πήγε ανέλπιστα καλά, τώρα είχα αποκτήσει και μια δεύτερη γραμματέα τη Φένια που εργαζόταν και αυτή στην εφημερίδα στην υποδοχή, τα γράμματα των αναγνωστών ήταν πολλά και με βοηθούσε να τα ταξινομήσω. Οι αναγνώστες με τις επιστολές τους ρωτούσαν να μάθουν περισσότερα για τον Οθέλλο, άλλοι για την Αναστασία, άλλοι πάλι εκφράζανε...

Πρoτάσεις για εσάς

⚊ Moments of art and life

Favorite posts

 

  Δημοφιλείς ενότητες

Είμαστε η δική σου συντροφιά