Ο Οθέλλος, με την καρδιά του σχεδόν σταματημένη, κοίταξε τη Νίκη. Ήταν ακόμα όμορφη, αλλά τα χρόνια είχαν αφήσει τα σημάδια τους στο πρόσωπό της. Εκείνος, όμως, την αναγνώριζε. Ήταν η Νίκη του, η γυναίκα που είχε αγαπήσει με πάθος και είχε χάσει. Μια δίνη συναισθημάτων τον κατέκλυσε – χαρά, έκπληξη, αλλά και μια αίσθηση παράλογης ζήλιας για τα χρόνια που πέρασε χωρίς αυτόν.
«Νίκη;» ψιθύρισε, με τη φωνή του να τρέμει.
Η Νίκη έβγαλε τη μάσκα της και τον κοίταξε με μάτια γεμάτα συγκίνηση. «Οθέλλο... Είμαι εγώ.»
Ένας σιωπηλός διάλογος ακολούθησε, γεμάτος ερωτήσεις που δεν χρειάζονταν λόγια. Πώς τον βρήκαν; Γιατί τώρα; Τι σήμαινε αυτή η απροσδόκητη επιστροφή; Και κυρίως, τι σήμαινε για την Εστέλλα, που στεκόταν στο πλάι, με τα γαλάζια μάτια της να καθρεφτίζουν μια θλίψη που προσπαθούσε να κρύψει;
Ο Μαξ, ο δημοσιογράφος, έσπευσε να εξηγήσει. «Δέκα χρόνια, Οθέλλο, δέκα χρόνια σε ψάχνω. Η Νίκη δεν σε ξέχασε ποτέ. Μετά από χρόνια σιωπής, μου ζήτησε να σε βρω.»
Η αλήθεια ήταν ότι ο Μαξ, ως πιστός φίλος του Οθέλλου, δεν μπόρεσε ποτέ να κατανοήσει πλήρως τους λόγους του χωρισμού του με τη Νίκη. Είχε δει την αγάπη που υπήρχε ανάμεσά τους, ένα πάθος που έμοιαζε αιώνιο. Μέσα από τις ιστορίες που του είχε πει ο Οθέλλος κατά καιρούς, και που είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα όπου εργαζόταν, ο Μαξ είχε σχηματίσει την εικόνα μιας γυναίκας που λατρεύτηκε βαθιά και μιας αγάπης που φάνταζε ιδανική. Όμως, οι λίγες και ασύνδετες πληροφορίες που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει δεν δικαιολογούσαν τον χωρισμό. Ο Οθέλλος είχε αναφερθεί σε οικονομικές δυσκολίες και στη διαφορά ηλικίας ως τους λόγους που τους οδήγησαν να χωρίσουν, αλλά ο Μαξ υποψιαζόταν ότι υπήρχε κάτι περισσότερο, κάτι που ο φίλος του απέφευγε να αποκαλύψει. Έτσι αποφάσισε να βρει τη Νίκη και μετά από έρευνες την ανακάλυψε. Ζήτησε τότε να την συναντήσει και συμφώνησαν να συναντηθούν στο Interlaken, στο πασίγνωστο ξενοδοχείο Victoria. Ο Μαξ συναντώντας τη Νίκη στο ξενοδοχείο έμαθε πως αγαπούσε τον Οθέλλο, αλλά η σχέση τους δεν είχε μέλλον· η οικογένειά της και ο κοινωνικός της περίγυρος αντιδρούσαν. Επίσης, ήταν μόλις είκοσι δύο ετών και δεν μπορούσε να σηκώσει αυτό το βάρος.
Ο Μαξ όμως τού είχε δώσει εντολή να μην ψάξει ποτέ να τη βρει, ούτε να ερευνήσει για αυτήν, αυτός δεν τον άκουσε και η φιλία τους μετά από ένα ***επεισοδιακό καβγά στο καφέ του ξενοδοχείου τελείωσε άδοξα.
Τώρα, στέκονταν ξανά ο ένας απέναντι στον άλλο, αλλά η δυναμική είχε αλλάξει. Ο Μαξ, ο πιστός φίλος, είχε γίνει ο αγγελιοφόρος του παρελθόντος, φέρνοντας μαζί του μια γυναίκα που ο Οθέλλος νόμιζε ότι είχε αφήσει πίσω για πάντα.
Η Νίκη πλησίασε τον Οθέλλο, διστακτικά. «Δεν ήταν εύκολο, Οθέλλο. Έκανα τη ζωή μου, παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια... Αλλά πάντα σε θυμόμουν. Πάντα αναρωτιόμουν τι απέγινες. Και όταν έμαθα... όταν έμαθα για τις μάσκες σου, κατάλαβα ότι ήσουν ακόμα ζωντανός, κάπου εκεί έξω. Τότε τα βρόντηξα όλα στην Αθήνα και αποφάσισα να λυτρωθώ από τα δεσμά τους και να έρθω να σε βρω.» Η φωνή της έτρεμε από συγκίνηση και μια υπόκωφη ενοχή. Ήξερε ότι η παρουσία της αναβίωνε ένα παρελθόν που ίσως ήταν καλύτερα να είχε μείνει θαμμένο.
Ο Οθέλλος κοίταξε την Εστέλλα, που παρακολουθούσε τη σκηνή με έκπληξη και σύγχυση. «Εστέλλα...», είπε, με μια φωνή που έδειχνε την εσωτερική του πάλη, «...αυτή είναι η Νίκη. Η γυναίκα για την οποία σου μίλησα.» Η φωνή του έλειπε από την συνηθισμένη του σιγουριά.
Η Εστέλλα, παρόλο που ένιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά, προσπάθησε να χαμογελάσει. «Χαίρω πολύ, Νίκη.» Το χαμόγελό της ήταν σπασμένο, μια μάσκα που προσπαθούσε να κρύψει την πληγωμένη της υπερηφάνεια.
Η Νίκη την κοίταξε με κατανόηση. «Εσύ πρέπει να είσαι η μαθήτρια του Οθέλλου, όπως μου ομολόγησε ο Μαξ. Ο Οθέλλος μου μιλούσε συχνά για την τέχνη του, για τις μάσκες που φτιάχνει. Έχει ταλέντο, πάντα είχε.» Υπήρχε μια ειρωνεία στην φωνή της, μια υπόνοια ζήλιας για την νεαρή γυναίκα που είχε πάρει τη θέση της, όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και στην καρδιά του Οθέλλου.
Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Ο Οθέλλος βρισκόταν ανάμεσα σε δύο γυναίκες που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του. Η Νίκη, ο έρωτας του παρελθόντος, η γυναίκα που τον σημάδεψε για πάντα. Και η Εστέλλα, η γυναίκα του παρόντος, που έφερε φως και ελπίδα στη ζωή του. Και ανάμεσά τους, ο Μαξ, ο φίλος που προσπαθούσε να βοηθήσει, ο άνθρωπος που γνώριζε τα περισσότερα για το παρελθόν τους και που η παρουσία του απειλούσε να αποκαλύψει αλήθειες που ο Οθέλλος προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρατήσει κρυφές.
Τι θα έκανε τώρα; Ποιον δρόμο θα ακολουθούσε; Θα επέστρεφε στο παρελθόν, στην αγάπη που δεν έσβησε ποτέ, ή θα συνέχιζε στο παρόν, στην καινούρια σχέση που μόλις άρχιζε να ανθίζει; Και πώς θα αντιμετώπιζε τον Μαξ, τον άνθρωπο που κάποτε εμπιστευόταν περισσότερο από τον καθένα, και που τώρα έφερνε στην επιφάνεια ένα παρελθόν που ο Οθέλλος ήθελε να αφήσει πίσω του;
Η απάντηση δεν ήταν εύκολη. Ο Οθέλλος ήξερε ότι η απόφασή του θα καθόριζε το μέλλον του, και το μέλλον και των τριών τους. Και αυτή η συνειδητοποίηση τον γέμιζε με ένα βάρος που έμοιαζε αβάσταχτο.
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής