Κοιτούσε ώρα τώρα από ψηλά τη χιονισμένη πόλη, μουντή και αφιλόξενη
να ρουφάει με τον ίσκιο από το βουνό που καμάρωνε στα πόδια της, τις στάλες από τα δάκρυα του, σαν να τη δυνάμωναν για να μπορεί έπειτα να καταβροχθίσει την καρδιά του.
Ο Βίκτωρας ήταν ένας
άντρας, ευγενικός και καλόκαρδος, μετά
από χρόνια σκληρής δουλειάς δημιούργησε από το μηδέν μία εταιρία με ανταλλακτικά
αυτοκινήτων, είχε σπουδάσει οικονομικές επιστήμες, και η καταγωγή του ήταν
από φτωχή οικογένεια, ο πατέρας του είχε
ένα συνεργείο αυτοκίνητων, αλλά ο ξαφνικός θάνατός του τον ανάγκασε να συνεχίσει να το λειτουργεί ο ίδιος το συνεργείο για να θρέψει τη μάνα του και τη δίδυμη
αδελφή του που στα ξαφνικά έμειναν μόνες
και σαν άντρας του σπιτιού έπρεπε να τις προστατέψει, να τις προσφέρει μια ζωή άνετη, παρόλο που ο πόνος της μάνας
του για τον χαμό του πατέρα του την είχε συντρίψει, μισή την είχε αφήσει σαν τσιγαρόχαρτο.
Σιγά-σιγά με πολύ κόπο μετέτρεψε το συνεργείο σε αντιπροσωπεία ανταλλακτικών αυτοκίνητων με μεγάλη επιτυχία.
Σ' ένα ταξίδι του, για να διαπραγματευτεί με εμπόρους, την εισαγωγή ανταλλακτικών, γνώρισε τη Στέλλα που για καλή ή κακή του τύχη εκείνη τη μέρα έκανε χρέη μεταφραστή.
Η γνωριμία τους γρήγορα εξελίχθηκε σε έναν παράφορο έρωτα δίχως
όρια, είχε αποφασίσει να καταθέσει κάθε ικμάδα της ψυχής του στα χέρια της.
Σήμερα σε αυτή τη βουβή, μουντή και χιονισμένη πόλη, έπρεπε να μαζέψει
τα συντρίμμια του και να γυρίζει στην Ελλάδα, τίποτα στη ζωή του δεν θα ήταν πια το ίδιο.
Το κρύο χοντρό του αγκύλωνε τα δάχτυλα και κάθε τόσο τα ζέσταινε με
την ανάσα του. Είχε βγει στο μπαλκόνι για να μην τον δει να κλαίει γιατί οι άνδρες δεν κλαίνε ποτέ, έτσι έμαθε από τον σκληρό πατέρα του.
Κάθε φορά που ερχόταν
να δει τη Στέλλα άφηνε και ένα κομμάτι από την καρδιά του μέσα σε αυτό το μικρό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, σήμερα όμως θα την άφηνε ολάκερη.
Βρήκε μια δικαιολογία
ότι ήθελε να καπνίσει ένα τσιγάρο, τράβηξε τη μπαλκονόπορτα και βγήκε στο
μικρό στενό μπαλκόνι, ήταν μανιώδης καπνιστής και προσπαθούσε να διαχειριστεί τα συναισθήματά του, να μη λυγίσει να αντέξει για άλλη μία φορά τον αποχωρισμό τους και πίστευε ενδόμυχα πως ένα τσιγάρο θα του έδινε λίγο κουράγιο.
Η Στέλλα φορώντας
ακόμη τη μπλούζα του για να τον χαίρετε στις νύχτες της μοναξιάς της προσπαθούσε
να ζεσταθεί μέσα στην παγωμένη μικρή κουζίνα ανάβοντας το μάτι του αερίου, η φλόγα
πετάχτηκε και χοροπηδώντας πάνω στο μάτι της συσκευής έτρεχε να ζεστάνει το μικρό δωματιάκι.
ο Βίκτωρας θλιμμένος κοιτούσε από ψηλά ίσως για τελευταία φορά τη θέα, χιονισμένοι
δρόμοι στολισμένα δέντρα με άσπρες τούφες
στα κλαδιά τους, ένα απόκοσμο τοπίο, τα μαλλιά του είχαν κρυσταλλώσει από
την παγωνιά και έμοιαζε σαν του πρίγκιπα της Σιβηρίας.
Στο βάθος του δρόμου
τα καταστήματα μόλις είχαν αρχίσει να ανοίγουν, είχαν βγει οι καταστηματάρχες στο πεζοδρόμιο και με φτυάρια και σκούπες προσπαθούσαν
να τον καθαρίσουν από το χιόνι και τον πάγο.
Παγωμένη μετά
τη βραδινή τους συζήτηση έμοιαζε και σχέσης τους που εδώ και τρία χρόνια την δοκίμαζε η ριμάδα η απόσταση.
Περνώντας από το πεζοδρόμιο μπροστά από το κτήριο που έμενε
η Στέλλα, μια ηλικιωμένη κυρία δεν θα ήταν πάνω από εβδομήντα πέντε χρόνων γλίστρησε και έπεσε
φαρδιά πλατιά στο πεζοδρόμιο, αμέσως έτρεξε κόσμος να τη βοηθήσει, μέσα στο κακό
χαμό που γινόταν ένα κύριος έκανε ένα βήμα πίσω έβγαλε ένα περίστροφο, το έβλεπε
καθαρά από ψηλά ο Βίκτωρας, ούρλιαζε στον κόσμο να τον σταματήσουν αλλά κάνεις δεν τον άκουγε μέσα στις φωνές και τον πανικό που επικρατούσε.
Ο Άγνωστος ψηλός Άντρας κόλλησε το Ρεβόλβερ στον
κρόταφο του και πάτησε τη σκανδάλη .
◼ΛΙΓΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΡΙΝ
Ο Ιβάν βγήκε από το
χαμηλό σπίτι κλαίγοντας, περπάτησε σχεδόν
τρικλίζοντας μέχρι τον φράχτη και σωριάστηκε στον χωματόδρομο. Κάτω από την κάπα του κρατούσε ένα ρεβόλβερ του 1980 απομεινάρι
από τον εμφύλιο, δεν μπόρεσε να το στρέψει στο πρόσωπο αυτής που αγαπούσε, μπορούσε
εύκολα όμως να το στρέψει στο δικό του κούτελο.
Το θέαμα των δυο κορμιών να λικνίζονται και τα βογγητά του έφερναν
αναγούλα, σηκώθηκε και περπάτησε αργά με τα πόδια του να σέρνονται στο χώμα μέχρι να βγει στην άσφαλτο.
Είδε ένα τσούρμο κόσμου μαζεμένο απέναντι από
ένα κτήριο και ένα άνδρα από ψηλά να κραυγάζει
για βοήθεια, προχώρησε προς το μέρος
τους, ο ήχος από τις φωνές όσο πλησίαζε
δυνάμωναν τις άκουγε πια πιο καθαρά πόσο
απεγνωσμένα ζητούσαν μία βοήθεια.
Πλησίασε την
ηλικιωμένη κυρία είδε στα μάτια της τον πόνο, πόνος βαθύς, αδίστακτος που σου τρώει
τα σωθικά, έσκυψε τη φίλησε «Μάνα»
της ψιθύρισε «Μην κλάψεις για μένα»
'Έκανε δυο βήματα πίσω σήκωσε το περίστροφό το έβαλε στον κρόταφο του
και πυροβόλησε.
Όχι ούρλιαξε ο Βίκτωρας από ψηλά όχι-όχι, έτρεξε μέσα στην κουζίνα
κάθισε στα γόνατα σε στάση προσευχής, έπιασε το πρόσωπό του και έβαλλε τα κλάματα.
«Πουτάνα» ούρλιαξε η γριούλα και έσφιξε το άψυχο σώμα που κρεμόταν στην αγκαλιά
της «Τον
έφαγες σκύλα τον γιο μου με τα καμώματα σου, καταραμένη, να σε κυνηγά σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου το κρίμα σου, γαμημένη σκύλα.»
Ο Θρήνος βαρύς έπεσε στη γειτονιά και στη μικρή πλατεία, θα μιλούσαν χρόνια για
αυτήν τη σκληρή κρύα μέρα του Μάρτη.
Πίσω στο μικρό δωματιάκι παιζόταν άλλο ένα δράμα, ο Βίκτωρας καθισμένος ακόμα
στα γόνατα άκουγε άλλη μία φορά την απόφαση της να διακόψουν
τη σχέση τους, η Στέλλα αγέρωχη με τα γαλανά της μάτια να βγάζουν φωτιές του εξηγούσε τον μοναδικό λόγο που την οδήγησε σε αυτή την απόφασης της που ήταν η απόσταση και η μοναξιά της που δεν την άντεχε πια, όπως του εξομολογήθηκε ακόμα από το χθεσινό βράδυ λίγο πριν πέσουν αγκαλιά για να κοιμηθούν.
Αμίλητος φόρτωσε στον ώμο του το μικρό σάκο με τα λίγα πράγματα που κουβάλησε
για αυτό το ταξίδι, η Στέλλα με δάκρυα στα μάτια προσπαθούσε να τον αποχαιρετήσει, αλλά το μυαλό του Βίκτωρα είχε κολλήσει
στη σκηνή της αυτοκτονίας του άγνωστου άνδρα, που από ένα παιχνίδι την μοίρας είχε
δεθεί με τη δική του ζωή σε ένα δύσκολο μονοπάτι της.
Έκλεισε με δύναμη την εξώπορτα και κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, έφτασε στην είσοδο της οικοδομής και βγήκε με γρήγορα βήματα στον απέναντι δρόμο, ούτε καν αποχαιρέτησε τη Στέλλα, σχεδόν τη μισούσε εκείνη τη στιγμή για την παράλογη απόφαση της να διακόψουν τη σχέση τους, ο κόσμος ακόμα
ήταν εκεί, είχε σκεπάσει το πτώμα του άνδρα με ένα σεντόνι και η μάνα του τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της, το μοιρολόι της σου έσφαζε, σου ρήμαζε την ψυχή.
Προχώρησε λίγα μέτρα πάνω στον δρόμο, βρήκε ένα ταξί και ξεκίνησε
για το αεροδρόμιο, ήταν η τελευταία φορά που επισκεπτόταν την καταθλιπτική αυτή
πόλη και τη Στέλλα. Χρόνια αργότερα θα μάθαινε πως η Στέλλα λίγους μήνες
μετά τον χωρισμό τους παντρεύτηκε
ένα βιομήχανο από την Τρίπολη.
Μάτωσε η καρδιά του όταν το έμαθε, χλόμιασε ολόκληρος, πόνεσε βαθιά, αλλά ποτέ δεν είπε μια κουβέντα για το γεγονός
αυτό κάθε αυτό, όμως ποτέ δεν ξέχασε να πηγαίνει μία φορά κάθε μήνα στο τηλεφωνικό θάλαμο, που τότε στα καλά χρόνια την έπαιρνε τηλέφωνο για να μην νοιώθει μόνη στα κρύα βράδια της μοναξιάς που ζούσαν και να αφήνει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο για να τιμήσει εκείνες τις μουντές δύσκολες μέρες.
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής