Πονούσα αφόρητα ξάπλωσα στο πεζοδρόμιο ζήτησα βοήθεια από κάτι περαστικούς και έκλεισα τα μάτια μου.
Ξύπνησα σε ένα
άσπρο δωμάτιο γεμάτος καλώδια και διάφορα μηχανήματα που θύμιζαν καρδιογράφους, μια μάσκα ήταν τοποθετημένη στο πρόσωπο μου, κάτι
σαν μάσκα οξυγόνου. Άρχιζα να καταλαβαίνω
ότι βρίσκομαι σε δωμάτιο νοσοκομείου, τώρα πως βρέθηκα εκεί ήταν το ερώτημα.
Το μόνο που θυμόμουν
ήταν ότι σωριάστηκα στη μέση του δρόμου.
Αφού πέρασαν
λίγα λεπτά από την ώρα που συνήλθα εμφανίστηκε μια νοσοκόμα, το πρώτο που τη ρώτησα με τα άθλια αγγλικά μου ήταν πως βρέθηκα στο νοσοκομείο
και τι ακριβώς μου συνέβη, μου εξήγησε ότι βρέθηκα εκεί μετά από ένα λιποθυμικό επεισόδιο
και με έφερε στο νοσοκομείο κάποια κυρία η όποια αμέσως μετά έφυγε, από τότε
δεν είχα καμία επίσκεψη ούτε κάποιος επικοινώνησε με το νοσοκομείο για να
ρωτήσει για μένα έκτος από κάτι κυρίους που όπως μου είπε την ενημέρωσαν ότι είχα
κάποια συνάντηση μαζί τους και
ανησύχησαν γιατί δεν εμφανίστηκα, και ψάχνοντας έμαθαν ότι βρισκόμουν σε αυτό
το νοσοκομείο.
Στην συνέχεια
άρχισε να μου μιλά με ιατρικούς όρους που δεν καταλάβαινα το μόνο που μπόρεσα
να αντιληφθώ τελικά ήταν ότι μετά το μεσημέρι θα έπαιρνα εξιτήριο και κάποια θεραπευτική
αγωγή μέχρι να γυρίσω στην Ελλάδα.
ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑ
Πριν φύγω
από το νοσοκομείο ευχαρίστησα το ιατρικό προσωπικό για να μην με θεωρήσουν και αγενή, πήρα τις εξετάσεις και την φαρμακευτική μου αγωγή αφού πρώτα με διαβεβαίωσαν ότι είχα μια μικρή στένωση σε κάποια
αρτηρία μου αλλά δεν είχα άμεσο κίνδυνο και μπορούσα να ταξιδέψω με αεροπλάνο. Όλα
αυτά με τη βοήθεια ενός Έλληνα γιατρού που με μετέφρασε ακριβώς τι μου συνέβη, τι μου έλεγαν οι γιατροί και πια ήταν η αγωγή, βλέπετε
ο γιατρός ήταν νεομετανάστης και δούλευε
στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόμουν.
Βγήκα στον
δρόμο πέρασα στο απέναντι πεζοδρόμιο και χώθηκα σε ένα μπιστρό, παρήγγειλα καφέ
και άρχισα να προσπαθώ να βάλω σε μια σειρά τα γεγονότα. Πρώτον λιποθύμησα όταν είδα τη Βικτωρία, μα μετά
τόσα χρόνια και έχει τέτοια επίδραση η εμφάνιση της αναρωτήθηκα. Δεύτερον, μα
αυτή όμως δεν με είδε, ποια κυρία με μετέφερε στο νοσοκομείο, για να ενδιαφέρθηκε
θα ήταν κάποια γνωστή αλλά εγώ δεν γνωρίζω κανένα στο Λονδίνο εξάλλου για δουλεία
είχα έρθει ως εδώ. Θα έπρεπε να
μάθω οπωσδήποτε ποια κυρία με μετέφερε στο νοσοκομείο, θα έπρεπε να την ευχαριστήσω, αλλά πως θα μάθω αφού δεν άφησε κανένα στοιχείο. Τρίτον και το χειρότερο από όλα είναι ότι δεν ξέρω καλά
τη γλώσσα οπότε πως και που να ψάξω;
Οι σκέψεις
μου έφτασαν σε αδιέξοδο θα ήθελα να ήταν η Βικτωρία αλλά δεν μπορούσε να ήταν γιατί
δεν με είδε ήμουν σίγουρος ήταν μακριά ανάμεσα σε κόσμο πολύ και αν ήταν; και
με είδε από μακριά και είδε και την κατάρρευση μου, ρεζίλι θα έγινα σωριασμένος
κάτω και αναίσθητος.
Αλλά πάλι
πως με γνώρισε; τώρα θα μου πεις εγώ πως τη γνώρισα μέσα σε τόσο κόσμο, μετά
πάλι σκέφτηκα και πως είσαι σίγουρος ότι ήταν αυτή μπορεί να ήθελες να ήταν
αυτή αλλά να μην ήταν τελικά.
ΔΥΟ ΩΡΕΣ
ΜΕΤΑ
Άρχισα να θολώνω,
δεν έβγαζα άκρη και σε λίγο θα έπρεπε να
φύγω να πάω ως το αεροδρόμιο για να προλάβω την πτήση μου για Αθήνα.
Τελικά η άγνωστη
ευεργέτης μου δεν θα αποκαλυπτόταν και εγώ θα συνέχιζα να ζω με τις αμφιβολίες να
με βασανίζουν, πράγμα βέβαια που δεν μου ήταν καθόλου άγνωστο όλα αυτά τα χρόνια.
Σηκώθηκα να φύγω, ήδη είχα πληρώσει τον λογαριασμό μου και άνοιξα το κινητό μου μια και όλες
αυτές τις μέρες τρείς στον αριθμό ήταν κλειστό. Γεμάτο ήταν από δεκάδες μηνύματα ανησυχίας από φίλους
και την οικογένεια μου απάντησα γρήγορα-γρήγορα ότι είμαι καλά και να μην ανησυχούν και ότι σε λίγες ώρες θα είμαι στην Αθήνα. Έπρεπε να δω
και τις αναπάντητες κλήσεις σκέφτηκα και να καλέσω όσους με αναζήτησαν έχω λίγη
ώρα ακόμη, οπότε επέστρεψα στο τραπέζι
που καθόμουν και άρχισα να ψάχνω τις κλήσεις μου. Ανάμεσα στις αναπάντητες κλήσεις από γνωστούς αριθμούς είχα πολλές κλήσεις από κάποιον
άγνωστο αριθμό που είχε καλέσει με απόκρυψη. Την ώρα που προσπαθούσα
να λύσω το μυστήριο κουδούνισε το τηλέφωνο μου, με καλούσαν πάλι με απόκρυψη. Απάντησα χωρίς
να το σκεφτώ «Ποιος είναι; ορίστε; λέγεται» και πριν ακούσω την απάντηση συνέχισα «Γιατί
με καλείτε με απόκρυψη;» Η απάντηση
με άφησε άφωνο, ήταν μια γυναικεία φωνή
που μου μιλούσε ιδιαίτερα χαμηλόφωνα
από έναν χώρο που είχε πολύ θόρυβο, και με τα βίας την άκουγα να με ρωτά «Δημοσθένη είσαι καλά; βγήκες από το νοσοκομείο;» «Ναι καλά είμαι βγήκα από το νοσοκομείο, αλλά ποιος είναι παρακαλώ;» Ρώτησα, δεν πήρα καμία απάντηση, απλά άκουσα τον γνωστό θόρυβο όταν κάποιος διακόπτει την κλήση.
Σηκώθηκα φορτωμένος σκέψεις και βγήκα στον δρόμο. Ήταν ένα απόγευμα όπως όλα τα απογεύματα στο Λονδίνο, μουντό σχεδόν
βροχερό, έψαξα να βρω ένα ταξί για να με πάει ως το αεροδρόμιο. Μια περιουσία θα μου στοιχίσει σκέφτηκα αλλά δεν είχα καμιά διάθεση να ψάχνω
άλλο τρόπο για να φθάσω, ήταν έξω από το Λονδίνο και θα ήταν με οποιοδήποτε άλλο μεταφορικό μέσο μεγάλη ταλαιπωρία στην κατάσταση μου.
ΔΩΔΕΚΑ ΩΡΕΣ ΜΕΤΑ
Είχα φτάσει στην Αθήνα εδώ και τέσσερις ώρες, δεν πήγα στο σπίτι, απλά
έκανα κάποια τηλέφωνα για να μην ανησυχούν οι δικοί μου άνθρωποι και βούτηξα στο πρώτο καφέ στο Σύνταγμα. Η σκέψη μου μια και μοναδική, το ίδιο και η επιθυμία
μου, όνειρο βέβαια απατηλό αλλά τέλος πάντων η ψυχή μου ήθελε η άγνωστη γυναίκα
να ήταν η Βικτωρία, ναι αυτή που την περίμενα κάτι αιώνες για να μου μιλήσει, να γυρίσει
να με δει, ναι αυτή που θύμιζε τη Φερμίνα στη συμπεριφορά της, ναι μωρέ αυτή που κατάλαβε πόσο άσχημος ήμουν όταν πια
τη λάτρευα, αυτήν που όσες γυναίκες και αν γνώριζα το σαράκι της με έτρωγε, ναι
αυτήν που είχα δεκαεπτά χρόνια δεκατρείς ήμερες και δώδεκα ώρες να τη συναντήσω, εξαιρείται η αποφράδα μέρα στο Λονδίνο γιατί δεν επίβεβαιωνόταν η παρουσία της.
Πώς μπορείς να ζήσεις αν δεν μπορείς να ξεριζώσεις αυτό το
σαράκι που ζει μέσα σου αναρωτήθηκα. Γιατί τα όνειρα σου να είναι πάντα μονότονα σαν μια νότα που
επαναλαμβάνεται δίχως ρυθμό μονολόγησα. Γιατί να μην ζεις με το άρωμα που λατρεύεις, γιατί να μην
ξυπνάς με τον ήχο της αναπνοής που μαγεύει την ψυχή σου στο ίδιο σεντόνι. Γιατί
να μην σε συνοδεύει η πρωινή καλημέρα από χείλη που είναι αγαπημένα από καρδιάς.
Γιατί δύο ανάσες να μην μπορούν να γίνουν μία, γιατί ένα λάθος πρέπει να σε
σέρνει δεμένο μια ζωή.
Με αυτές τις σκέψεις συντροφιά κατέβασα άλλη μια μεγάλη γουλιά από το ποτό μου, τις τελευταίες ώρες το
γύρισα από τον καφέ στο Sivas αλλά δεν βαριέσαι εξάλλου σε λίγο θα έμπαινα στο νοσοκομείο για
εξετάσεις και ποιος ξέρει πότε θα μπορούσα να ξανάπινα ένα ποτό, έναν καφέ ή ένα τσιγάρο.
Το τηλέφωνό μου άρχισε να χτυπά αλλά δεν το άκουσα από τη φασαρία που έκαναν οι θαμώνες του καφέ που βρισκόμουν, απλά παρατήρησα το
φωτεινό λαμπάκι να αναβοσβήνει και να με ειδοποιεί για μια εισερχόμενη κλήση, το άνοιξα για να δω ποιος με καλεί, ήταν πάλι ένας άγνωστος αριθμός
με την ένδειξη PRIVATE, έκανα κάποια δευτερόλεπτα να απαντήσω «Ναι παρακαλώ ποιος είναι;» Ρώτησα με ενοχλημένο ύφος, άκουσα όμως την ίδια χαμηλόφωνη φωνή αυτή που μου τηλεφώνησε και στο Monmouth Coffee, άρχισε πάλι η καρδιά μου να χτύπα
πολύ γρήγορα, αμέσως μετά η φωνή έγινε πιο δυνατή, πιο γνώριμη την άκουσα καθαρά να μου λέει «Δημοσθένη καλησπέρα».
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής