Βαδίζοντας
από την Tσιμισκή έφτασα στην Τούμπα, όπως έκανα
συχνά κάθε φορά που έφευγα νωρίς το βράδυ από την εφημερίδα.
Μου άρεσε να περπατώ μέχρι το σπίτι όταν είχα χρόνο και ήταν το σούρουπο ευχάριστο όπως σήμερα, τέλη Απρίλη ήταν και τα αρώματα της νύχτας μοσχοβολούσαν, το φεγγάρι ήταν ολόγεμο και φεγγοβολούσε από ψηλά, αντίθετα με τις δικές μου σκέψεις, σκέψεις βασανισμένες, μονότονες, πικρές και σκοτεινές από όσα κλωθογύριζαν τη ψυχή
μου.
Σε όλη τη διαδρομή μονολογούσα το βραδινό μου βάσανο, χρόνια ολάκερα πια τρομάζω να γύρω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ λιγάκι γιατί με τρώει τα σωθικά ένα σκατένιο όνειρο μόλις
κλείσω τα μάτια μου είναι παρών εκεί ανελλιπώς κάθε βράδυ. Μου
έχει ρουφήξει τη διάθεση για ύπνο, τα τελευταία χρόνια έχω καταντήσει ένας βραδινός
άυπνος προστάτης της οικοδομής που μένω, στην αρχή της Λαμπράκη κοντά στο Γ
΄Σώμα στρατού.
Όσο Οθελλος εμφανιζόταν
και ασχολούμουν με τις ιστορίες του κάπως ξεχνιόμουν από την ένταση των συναισθημάτων
που μου προκαλούσε η παρουσία του και οι αφηγήσεις του. Όμως είχε να
εμφανιστεί από τα Χριστούγεννα και τα πράγματα στο γραφείο είχαν ηρεμήσει με αποτέλεσμα
να προσπαθώ να ξεκουραστώ και να μην τα καταφέρνω γιατί αυτή η λευκοντυμένη γυναίκα που με επισκέπτεται
κάθε βράδυ με το αδιόρατο χαμόγελο, το απαλό άγγιγμα και την ημιτελή προσπάθεια
της να με φιλήσει, δεν με αφήνει να ησυχάσω, πετάγομαι από το κρεβάτι και ξυπνώ
πριν νιώσω τα χείλη της υγρά στα χείλη
μου. Αυτό το άγριο συναίσθημα της απογοήτευσης με καταπίνει
ολόκληρο. Όμως σήμερα θα κάνω τα αδύνατα δυνατά να μην ξυπνήσω, θα παρακαλέσω τον Μορφέα να με αγκαλιάσει με το βαθύ πέπλο του για να γλυκάνουν τα χείλη της τα
δικά μου χείλη και να ευφρανθούν όλα τα μέσα μου.
Άνοιξα την πόρτα
της εισόδου της οικοδομής, χαιρέτισα την κυρία Παναγιώτα που έμενε απέναντι από
μένα στο ισόγειο και είχε βγάλει βόλτα το σκυλάκι της ένα σταχτί χαριτωμένο κανίς, χήρα ήταν η κυρ Παναγιώτα ο άντρα της ο κυρ Αντώνης πέθανε από καρδιά μόλις στα πενήντα οκτώ του χρόνια ένα βράδυ στην υπηρεσία του, ανθυπασπιστής του στρατού ξηράς ήταν ο
συχωρεμένος, πάνε δέκα χρόνια τώρα.
Ανέβηκα
τα πέντε σκαλιά της εισόδου, βρήκα τα κλειδιά
του σπιτιού μου αφού έψαξα όλες τις τσέπες
μου μια-μια, γιατί όπως είναι γνωστό είμαι ένα τύπος ακατάστατος σκορποχώρι κανονικό, άνοιξα την εξώπορτα και μπήκα στο διαμέρισμα μου, η θέα απογοητευτική, μπουκάλια
από διάφορα ποτά πεταμένα στο πάτωμα του σαλονιού, ανακατεμένα με σεντόνια και κουβέρτες
σαν να είχε περάσει τυφώνας ήταν, προσπαθούσα να θυμηθώ τι έγινε χθες το βράδυ και δεν μπορούσα, εδώ
και πέντε χρόνια είχα κόψει το ποτό γιατί με διέλυε μάλλον, τι μάλλον; σίγουρα
χθες είχα ξανακυλήσει, αλλιώς δεν εξηγείται η απογοητευτική θέα του διαμερίσματος
μου.
Άρχισα το καθάρισμα
και το συμμάζεμα, σαν να είχε πέσει βόμβα ήταν, πέρασαν τρεις ώρες ήδη κάνοντας
φασίνα και ταχτοποιώνταςτα ρούχα μου. Άκουσα κάποια
στιγμή παρόλο τον θόρυβο που έκανε η ηλεκτρική
σκούπα, να χτύπα το κινητό μου, απάντησα στην κλήση αφού έκλεισα τη θορυβώδη ηλεκτρική
σκούπα «Ναι ποιος είναι;» «Εγώ η Ευγενία * » «Καλησπέρα Ευγενία τι
συμβαίνει;» « Μαξ ** ήρθε από το γραφείο η Αναστασία *** μόλις έφυγες, μας ενημέρωσε ότι
ο Οθέλλος πέρασε μια βαριά λοίμωξη του αναπνευστικού και νοσηλεύτηκε για μέρες
στο Λαϊκό νοσοκομείο αλλά τώρα είναι καλύτερα και πήρε εξιτήριο, μου είπε να
σου πω ότι σύντομα θα συναντηθείτε, θέλει να μιλήσετε για κάποιο σοβαρό θέμα, μας
έφερε και τρίγωνα Πανοράματος και μπουγάτσα
για τα να μας κεράσει για τα περαστικά ήταν πολύ χαρούμενη που ανάρρωσε ο Oθέλλος» «Ευχαριστώ Ευγενία
που έκανες το κόπο να με ενημερώσεις, κλείνω τώρα συγνώμη αλλά κάνω φασίνα θα τα πούμε αύριο στο γραφείο».
Από τότε που
χώρισα εδώ και τρία χρόνια επανήλθα στην εργένικη ζωή, δύσκολη η μοναξιά του εργένη
και ακόμα δυσκολότερες οι δουλειές του σπιτιού, είχα και μια γυναίκα για τις πιο βαριές δουλειές, πλύσιμο, σιδέρωμα,
γενική καθαριότητα, την κυρία Ασημίνα μια μεσόκοπη εξηντάρα, ποντιακής καταγωγής από το Καζακστάν, καλή γυναίκα και παστρικιά
ευτυχώς.
Τέλειωσα με
το συμμάζεμα του διαμερίσματος στρώθηκα σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι, και άρχισα να διαβάζω ένα βιβλίο που αγόρασα τώρα
τελευταία με τίτλο «Κάθοδος στον παράδεισο»
της Πόλα Ζακ, το πραγματικό της όνομα είναι Αμπάντι και γεννήθηκε στο Κάιρο τώρα πια ζει μόνιμα στη Γαλλία, το 1991 κέρδισε το βραβείο Femina αυτός ήταν ο λόγος που αγόρασα ένα από τα βιβλία της.
Ήδη είχε πάει
δώδεκα η ώρα, μεσάνυχτα και αύριο έπρεπε να σηκωθώ νωρίς για τη δουλειά, έστρωσα το κρεβάτι και άρχισα να σκέπτομαι να ξαπλώσω ή να το ξενυχτήσω και σήμερα; θα
έρθει η λευκοντυμένη να με βασανίσει ή θα με ξεχάσει σήμερα. Με αυτήν τη σκέψη έγειρα στο κρεβάτι, έβαλα δυο μαξιλάρια για να είναι ψηλά το κεφάλι μου, δυστυχώς
το αυχενικό μου ήταν σε έξαρση πάλι, έκλεισα τα μάτια μου, μάταια περίμενα
να με πάρει ο ύπνος, η λευκοντυμένη αργούσε και εγώ ξενυχτούσα άλλο ένα βράδυ.
Κατά τις τρεις
τα χαράματα απρόσμενα εμφανίστηκε μέσα από ένα λευκό σύννεφο που περνώντας διέλυε τη μαύρη καταχνιά που με πλάκωνε σαν σπάθα κοφτερή, ανακάθισε δίπλα μου χάιδεψε
το μέτωπο μου, με κοίταξε επίμονα, μου αχνογέλασε «Καλό βράδυ και καλό ξημέρωμα να έχουμε
Μαξ, εκατόν δώδεκα μέρες και χρόνια με αναζητούσες σήμερα θα ξημερώσουμε αντάμα» μου είπε και έγειρε και ακούμπησε σαν χάδι τα χείλη της πάνω στα δικά μου, ήταν γλυκύτατα σαν μέλι κατακόκκινα όπως τα κεράσια και απαλά σαν το μετάξι, η ανάσα της δροσιά από ανοιξιάτικο μαγιάτικο αεράκι και τα μάτια της γαλανά σαν της θάλασσας που σκλάβωναν όλο μου το είναι.
Τα κορμιά μας δέθηκαν σαν άλυτος κόμπος, όπως ο γόρδιος δεσμός ο Αλεξανδρινός, πάθη τα έτρεφαν όλη την νύχτα μέχρι το ξημέρωμα για να γείρουν αποκαμωμένα στα στρωσίδια του κρεβατιού που τα υποδεχόταν και τα φιλοξενούσαν αυτή τη λαμπερή βραδιά.
Ήταν τριάντα
Απριλίου, μετά από εκατοντάδες βράδια κοιμόμουν ήσυχα, συντροφιά με τη λευκοντυμένη
που με βασάνιζε χρόνια τώρα για να δώσει την υπέρτατη αξία ενός αγγίγματος στα χείλη
μέσα σε ένα βαθύ όνειρο που λύτρωνε τα μέσα μου.
Δημιουργός: Ζεχερλής Μιχάλης