Αυτό μου το είχε πει μια πρώην φίλη μου (και νυν ορκισμένη εχθρά μου) για μια άλλη πρώην (και κοινή μας) φίλη, που αυτές μισιόντουσαν και ανταγωνίζονταν μεταξύ τους.
ΟΝΕΙΡΟΦΑΝΤΑΣΙΕΣ
Το Σύμπαν είναι ρευστό. Και τα οικοδομήματά μας επίσης. Είδα πως είχαμε μετακομίσει σε καινούργια εξοχική κατοικία που θα ήταν όμως και μόνιμη διαμονή. Τα πατώματα κλιμακωτά και κεκλιμένα. Σαν ζελέ. Πάλλονταν. Όχι μόνον με τους βηματισμούς αλλά και με τον αέρα!!! Στα ιδιαίτερα δώματα μια στρογγυλοπρόσωπη Ασιάτισσα, φοιτήτρια ίσως. Κάπως δυσαρεστημένη από το γιαπί. Στις τρίφατσες βεράντες ο μπαμπάς και η μαμά. Μονίμως απασχολημένοι με την διακόσμηση και τα μπιμπελό. Με έπιανε στομαχικός ίλιγγος και μόνο που πλησίαζα προς το χάος που έμοιαζε θάλασσα. Η αδελφή μου αντιθέτως δεν πήγαινε ποτέ μπροστά, στο σαλόνι. Ήταν απομονωμένη στα διαμερίσματά της και δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία σε τίποτα. Αναρωτήθηκα πώς θα πηγαίναμε στην Αθήνα για τις δουλειές μας και πώς θα πληρώναμε τόσο πολλά κοινόχρηστα… Τότε άνοιξε το πάτωμα κι είδαμε έναν τεράστιο κοχλία να ανακατεύει τσιμέντο. Σαν τα σπλάχνα της γης να ήταν μπετονιέρα κι ο πλανήτης υπό ανακατασκευήν. Εγώ κι ένας φίλος μου, πιθανώς συμφοιτητής από το Πολυτεχνείο, κατεβήκαμε από την πίσω πλευρά προς την στεριά, χρησιμοποιώντας κάτι μεταλλικά σκαλάκια πλοίου, πασαλειμμένα κι εκείνα με ριχτό τσιμεντοκονίαμα. Όμως και πίσω το έδαφος δεν ήταν τόσο σταθερό. Έμοιαζε με χερσόνησο. Μια στενή φέτα γης που την έδερναν τα κύματα. Η θάλασσα ήταν καφέ. Κι ίσως μαβιά. Σαν τις παλιές φωτογραφίες, τις διορθωμένες από τον Καιρό. Σέπια… Δεκάτη ογδόη επέτειος του θανάτου μου σήμερα… 11/11/2019.
Ετούτη η ιστορία με τα όνειρα άρχισε παλιά. Πολλά χρόνια
πριν. Ήμουνα στο δημοτικό κι έδινα εξετάσεις για να μπω στο Γυμνάσιο.
Καλοκαίρι. Λιώνανε τα σύρματα από τη ζέστη και πέφτανε στο δρόμο ξεψυχισμένα
τσιρίζοντας σαν κοψοκεφαλιασμένα φίδια. Είδα λοιπόν τις κολώνες της Δ.Ε.Η. να
λυγίζουν σαν κερί, να με παίρνουν στην αγκαλιά τους και να με πηγαίνουν μέχρις
εκεί ψηλά… μια κλίμαξ με κρυστάλλινα σκαλοπάτια με περίμενε για να μα
από-γειώσει. Τότε ήξερα πως θα περνούσα. Και μάλιστα πρώτος. Το ίδιο και στο Πολυτεχνείο,
έξι χρόνια αργότερα.
Μετά άρχισαν τα δύσκολα. Δεν ξέρω πώς πέρασαν εκείνα τα χρόνια. Εφιαλτικά. Ανάμεσα σε προδοσίες, εξορίες, αυτοεξορίες, απομόνωση…
Ο Στρατός… Ο στρατός μού φάνηκε παράδεισος. Διακοπές. Ήταν η μόνη φορά, η πρώτη, που είχα ένα κρεβάτι που ήταν δικαιωματικά δικό μου, τρία γεύματα την ημέρα, χωρίς να τα χρωστάω πουθενά και σε κανέναν κερατά, σε καμία πουτάνα… κι η βιβλιοθήκη. Ααα, η βιβλιοθήκη. Ένα βιβλίο την ημέρα ξεκοκκάλιζα. Τις αργίες και δύο. Ένα βράδυ λοιπόν, πριν απολυθώ και πέσω πάλι μέσα στο βούρκο με τα σκατά, είδα στον ύπνο μου πως έχω δικό μου ένα καραγιαπί, πολλά πατώματα, που από τα κενά βλέπεις ένα άρρωστο, μουντό και σκούρο ηλιοβασίλεμα… Ήξερα πως – αν και μηχανικός – δεν θα έχτιζα σπίτια, αλλά εξοχικές κατοικίες στα σύννεφα.
Αργότερα επανήλθε το όνειρο. Όταν είχα τελειώσει και το δεύτερο πτυχίο (θεατρολογία) πετώντας πάνω από το Μαρακές, όπου πήγα για να ερωτευτώ και να ξεδώσω, να θυμηθώ πως έχω κι εγώ σώμα βρε αδερφέ, λαγοκοιμήθηκα λίγο πριν την προσγείωση και τότε είδα πως είχα ένα άλλο σπίτι εκεί… με καμάρες. Ένα βράδυ, με τη νέα σελήνη, με παραφύλαγε ένας βέρβερος να με σκοτώσει. Εκείνο το σπίτι δεν στέριωσε ποτέ. Παρ' όλο που είχα την ευκαιρία (και λεφτά τότε) δεν τον αγόρασα. Έτσι γλίτωσα. Τρόπος του λέγειν.
Μετά αγόρασα μια τρύπα στο Παρίσι. Πραγματική, όσο και το οξύμωρον όνομά της. Goutte d'or. Μόνο που εκείνη η βρωμογειτονιά με τον απατεώνα ψευτοθυρωρό πόρρω απείχε από τον χρυσό των αλχημιστών που αναζητούσα μια ζωή εγώ: να μεταβολίσω τα σκουπίδια σε αθάνατη ουσία. Έφυγα κι από εκεί. Το πούλησα πριν με σφάξουν. Πριν με καθαρίσουν της ης ετούτης οι αδικημένοι. Λες κι εγώ ήμουν προνομιούχος. Τρομάρα μου. Μην χέσω.
Πολλά χρόνια μετά ονειρευόμουνα αυτό το σπίτι. Πάντα αλλού. Και πάντα σκονισμένο. Αραχνιασμένο. Μουχλιασμένο. Κι ετοιμόρροπο. Οι σοβάδες έπεφταν με έναν υπόκωφο πάταγο. Εφιάλτης.
Κι ήρθαν άλλα όνειρα. Πλατωνικός έρωτας. Έβλεπα πως ήμασταν μαζί μέσα σε ένα χρυσό δέντρο, σαν σπίτι, που πλάταινε κι επήγαινε τ' αψήλου κάθε που μου τραγουδούσε. Ονειροφαντασιές. Δεν σμίξαμε ποτές. Κάτι τηλεγραφήματα. Γράμματα, επιστολές και ποιήματα. Λες κι ήμασταν στον δέκατο ένατο αιώνα… Μας χώριζαν πολλά. Ίσως και πάλι όχι… Τίποτα, αν το καλοσκεφτείς κατά βάθος. Μια χειραψία δώσαμε. Νύχτα. Στα σκοτεινά του δρόμου. Μπροστά από τη βιτρίνα ενός νυχτερινού βιβλιοπωλείου στην οδό Χαριλάου Τρικούπη. Μετά ήρθε, δύο ή τρεις μέρες πριν πεθάνει, να μ' αποχαιρετήσει. Μιλούσε και δεν τον άκουγα. «Είσαι ο μόνος άνθρωπος στην πεζή ζωή μου που δεν με εκμεταλλεύτηκε». Εγώ σιωπούσα. Είχα φάει σκορδαλιά εκείνο το βράδυ. Που την απεχθανόταν. Άπειρη ποσότητα. Δεν είχαμε ραντεβού. Δεν τον περίμενα. Αλλά δεν τον είχα ξεγράψει. Μήτε όταν πέθανε. Πήγα στην κηδεία. Στάθηκε με τους συγγενείς. Τους ακολούθησα στο μνήμα. Οικογενειακός τάφος στο Πρώτο Νεκροταφείο. Προς απορίαν των δημοσιογράφων. Ακόμα και σήμερα, νιώθω στην παλάμη μου το άγγιγμά του, ιδρωμένο και σφιχτό.
Μετά το σπίτι στο όνειρο έγινε εφιάλτης. Άλλοτε
αναρωτιόμουνα γιατί το έχω ξεχάσει στο Ε9. Άλλοτε ότι δεν το έχω περάσει στο
Κτηματολόγιο. Τώρα τελευταία σκέφτομαι πως δεν μου φτάνουν τα λεφτά για τα
ναύλα της επιστροφής εδώ. Στη στυγνή πραγματικότητα. Πώς μου φαίνονται όλοι οι
δρόμοι γεμάτοι σκουπίδια όταν ξυπνάω και γυρνάω εδώ; Κάποτε αυτό το σπίτι το
ονειρεμένο (;) κι ονειρικό ήταν εξοχικό, ενώ άλλοτε μία τρύπα για κατσαρίδες.
Πάντα όμως είχε βιβλία. Χιλιάδες βιβλία. Από την πρώτη στιγμή
μέχρι την τελευταία. Ο παράδεισός σου. Εκεί που είναι η ψυχή σου είναι κι ο θησαυρός σου. Ή μήπως ανάποδα; Εκεί που είναι ο θησαυρός σου είναι κι η ψυχή σου;
Και πως ξέρω πως ετούτη η ιδιοκτησία είναι σε άλλη διάσταση; Μα όλα εκείνα τα σπίτια, οι οικίες, οι εστίες, τα παλάτια και τα καταγώγια, οι βιβλιοθήκες και τα αμφιθέατρα, τα χρυσά δέντρα κι οι παράγκες του Καραγκιόζη δεν έχουν τουαλέτα. Μήτε κουζίνα. Μήτε τασάκια. Μόνο ένα περίεργο νέκταρ σε κρυστάλλινα ποτήρια. Στο χρώμα της βυσσινάδας. Πιστεύω όμως πως το βλέπουμε απλώς και κανένας δεν το αγγίζει. Ανάμνηση της βουλιμίας μας, της επίγειας.
Ναι. Και μία φορά είδα με ανοικτά μάτια (τρόπος του λέγειν) με κάτι αγγελοπαρμένους που μου ήρθαν από την Αμερική το 2005 για να τους ξεναγήσω στους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας… είδαμε σε έναν διαλογισμό στο περίφημο ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης μια κρυστάλλινη και μεταλλική απαστράπτουσα σφαίρα από κεχριμπάρι, βυθισμένη δίπλα στην Καμμένη, στο νησάκι που δημιουργήθηκε από τη λάβα του σβησμένου ηφαιστείου της Θήρας… Ήμασταν λέει μέσα (και έξω) όλοι εμείς, μπροστά σε κάτι γιγαντιαίες οθόνες που λειτουργούσαν με τη σκέψη μας… τηλεπάθεια… όχι αφής… και πίναμε από αυτή την παράξενη βυσσινάδα. Ή για την ακρίβεια καμωνόμασταν πως πίναμε. Εκεί νόμισα πως βρήκα τη δίδυμη ακτίνα μου. Δυσάρεστη κατάληξη είχε κι αυτό το αμόρε. Ήταν δεν ήταν; Ποιος ξέρει; Η δασκάλα πάντως επέμενε πως ήταν. Όμως κι εκείνη στο τέλος απαξιώθηκε στη σύγκρουσή της με τα υλικά πράγματα. Οπότε η γνώμη της δεν μετράει. Τουλάχιστον σε γήινο επίπεδο.
Εννοείται πως έκανα πολλά πειράματα μετά μόνος μου. Και με παρέα. Ειδικών. Αναδρομές σε προηγούμενη ζωή. Lucid dreaming… N.L.P… EMF Ballancing Technique… Όλ' αυτά με βοήθησαν να χαλαρώσω και να κοιτάζω το μέσα μου χωρίς ναυτία.
Όταν με πιάνει στομαχικός ίλιγγος, σκέφτομαι καμιά φορά πως αν συνειδητοποιούσαμε πως τρέφουμε έναν πύθωνα στην κοιλιά μας θα ουρλιάζαμε από τρόμο. Θα ζητούσαμε να μας κρεμάσουν ανάποδα πάνω σε ένα καζάνι με γάλα που βράζει, κρεμασμένους από το ένα πόδι σε δέντρο αψηλό (πεύκο ίσως ή οξιά, βελανιδιά σάμπως…) και θα γητεύαμε το φίδι, αυτό το σιχαμερό ερπετό με φερσίματα μωρού που χοροπηδάει στα σωθικά μας… θα το μαγεύαμε να πέσει μέσα στη χύτρα με το γάλα… θα το μεθούσαμε με τους γαλακτερούς και γαλάκτινους ατμούς… Μέχρι τότε, μένει ακόμα το όνειρο, η φυγή στην ονειροφαντασιά… η απόδραση στο άλλο χωροχρονικό συνεχές, στην φωλιά εκείνη που κρύβονται τα μυστικά της ψυχής μας.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν χωράμε στα όνειρά μας. Μήτε κι εκείνα μας χωράνε. Όσο κι αν στριμωχνόμαστε σε ζωγραφισμένα δωμάτια με τοιχογραφίες. Απορώ πώς έσκυβαν για να περάσουν οι αριστοκράτες κάτοικοι της Μινωϊκής Κρήτης ή της Αρχαίας Θήρας. Μα τόσο κοντοί ήταν; Ή τόσο προσαρμοσμένοι; Ευλύγιστοι ίσως; Από την καθημερινή άσκηση στις Γυμνοπαιδιές.
Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας
Η τρέλλα εθεωρείτο κολλητική στον Μεσαίωνα
Η τρέλλα εθεωρείτο κολλητική (στον Μεσαίωνα) από τους νοητικώς ασταθείς – «με στραβό κοιμήθηκες το πρωί θα αλληθωρίζεις» - μα ποιος του είπε να …πηδάνε κάθε τι διαφορετικό – ό,τι περπατάει κι ό,τι κουνιέται, άμα λάχει, ότι νά 'ναι, δηλαδής – και με το συμπάθειο.
ΠΑ-τέρας
Διονυσίου Σολωμού Λάμπρος. [1]
ΟΝΕΙΡΟΦΑΝΤΑΣΙΕΣ
Το Σύμπαν είναι ρευστό. Και τα οικοδομήματά μας επίσης. Είδα πως είχαμε μετακομίσει σε καινούργια εξοχική κατοικία που θα ήταν όμως και μόνιμη διαμονή. Τα πατώματα κλιμακωτά και κεκλιμένα. Σαν ζελέ. Πάλλονταν. Όχι μόνον με τους βηματισμούς αλλά και με τον αέρα!!! Στα ιδιαίτερα δώματα μια στρογγυλοπρόσωπη Ασιάτισσα, φοιτήτρια ίσως. Κάπως...
Εκ του φυσικού
«Ό,τι γίνεται εκ του φυσικού είναι καλύτερο» έλεγε ο θυμόσοφος Γιάννης Τσαρούχης, όπως μου μετέδωσε ο δάσκαλός μου Γιώργος Χρονάς που θήτευσε δίπλα του.
Mε το δικό μας βλέμμα
Αντίλαλοι
Ν' αγγίξω την καρδούλα σου να δούμε αν θ' αντέξει.