Ο οδηγός τού Κυρίου
Γενικού… διακόπτη ήτο προαγωγός αλλά αθωώθηκε. Διαφθορά στο Δημόσιο κι όχι μόνο
(Μαφία και Καμόρα – η λογική τής συμμορίας, αλλαξοκωλιές και γλειψίματα,
περιθωριοποιήσεις κι αποκλεισμοί, ρατσισμός κι απόρριψη κάθε διαφορετικού)
κάπου-κάπως-κάποτε, σε μια άλλη χώρα, φυσικά, που τη λέγανε …Δανιμαρκία………………
Τι
να σας πω και τι να σας μολογήσω; Από πού ν' αρχίσω και πού να τελειώσω, ο
έρμος, ο φτωχός και πένης, που αναγκάζομαι να δουλεύω για τρεις κι εξήντα, να
τρέχω αλλόφρων μην τύχει κι αργήσω να χτυπήσω την αγία κάρτα, να
ξημεροβραδιάζομαι στο γραφείο μπας και φιλοτιμηθούν να μου δώσουνε καμιά
υπερωρία. Μα οι ιδιωτικές εταιρείες δεν έχουν τέτοια. Δεν είναι όπως το
Δημόσιο, που βρέξει-χιονίσει ο μιστός πέφτει (κατεβασμένος – κομμένος… τι
σημασία έχει;). Εδώ τα πράγματα είναι άγρια.
Ακούω όμως και κάτι πράγματα από
τους προνομιούχους του Δημοσίου Τομέα! Να σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο. Που
λέει ο λόγος δηλαδή. Εγώ δεν συγκινούμαι πια με τίποτα. Έχω δει τόσα πολλά στην
τηλεόραση. Έχω γίνει χοντρόπετσος, που λένε. Σε λίγο δεν θα τολμώ να ξεμυτίσω
από την εξώπορτά μου, με τόση βία που κυκλοφορεί. Μπορεί να καταλήξω να
κοιμάμαι στο γραφείο, σαν τους γιαπωνέζους. Αυτό θα μου έκανε μεγάλη οικονομία.
Φως, νερό, τηλέφωνο, θέρμανση δωρεάν. Για την ψύξη δεν με νοιάζει. Έχω μονίμως
υπόταση κι υπογλυκαιμία. Όσο για το ντους, δεν …βρέχομαι συχνά. «Φοβάσαι μην
τύχει και σου φύγει η βάφτιση;», μου έλεγε η μάνα μου η κακομοίρα.
Όμως, στο προκείμενο. Μην χάνουμε το
θέμα. Η Ελλάδα είναι τόσο μικρή. Ένα χωριό. Μια κουτσουλίτσα στον χάρτη. Είχα,
που λέτε, δει στην τηλεόραση, μία εκπομπή του Πολυχρωμόπουλου για τη διαφθορά
στο Δημόσιο. Έδειχνε έναν νταβραντισμένος οδηγός ενός κάποιου Γενικού …διακόπτη
[χαριτωμένο αστείο, που είχα ακούσει κάποτε έναν υπέργηρο συγκάτοικο στην
πολυκατοικία να το λέει]… έπιασαν λοιπόν στα πράσα τον θρασύτατο σωφέρ να
πηγαίνει τις πόρνες βίζιτα σε πελάτες με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, που είχε
πινακίδες ενός μεγάλου δημόσιου οργανισμού κοινής (αν)ωφελείας. Τις περίμενε
μάλιστα να κατέβουν. Κι όταν ο πελάτης ήταν δύσκολος, ανέβαινε αυτός επάνω κι
εκαθάριζε. Του έριχνε ένα χεράκι ξύλο, τις περισσότερες φορές, κι ό,τι άλλο
τραβούσε η όρεξή του, καταλαβαίνετε… Συμμετείχε κι αυτός στις παρτούζες. Με το
αζημίωτο. Ο γλείψας τού γλείψαντος. Στο τέλος χάνανε το λογαριασμό. Κι η
κοκκαΐνη σαν ζάχαρη άχνη πάνω στον ασημένιο δίσκο που άστραφτε από καθαριότητα.
Το έδειξε ο δημοσιογράφος Λουλουδόπουλος στην εκπομπή του. Ααα, εγώ τα πιστεύω
αυτά τα πράγματα. «Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά», που λένε.
Μα τι απέγινε αυτός ο καλός δημόσιος
λειτουργός; Τίποτα. Δεν έπαθε τίποτα. Βγήκε σώος κι αβλαβής. Έπεσε – ως
φαίνεται – στα μαλακά. Τον θέσανε σε αναγκαστική αργία για ένα διάστημα μέχρι
να ξεχαστεί το πράγμα («κάθε θαύμα τρεις ημέρες και το πιο μεγάλο τέσσερις),
έκανε και μια εικονική απόπειρα αυτοκτονίας (σιγά, αυτός, το γομάρι!!!), πήγε
στα δικαστήρια, έκανε χρόνια να βγει η απόφαση, μια δεκαετία και βάλε,
δικαιώθηκε, του δώσανε πίσω τα μιστά και γύρισε κύριος στην Υπηρεσία λίγο πριν
βρει στη σύνταξη. Πλήρη σύνταξις κι εφ' άπαξ από πάνω.
Έχω ακούσει εγώ ιστορίες από μια
υπέργηρον δακτυλογράφον, ήτις «είχεν αφυπηρετήσει προ πολλού», είχε όμως
δουλέψει «τριάντα πέντε συναπτά έτη» γραμματέας σε ένα ανακριτικό γραφείο.
Εκείνη να δείς τι ιστορίες έχει να πει, τι δράματα έχει να αφηγηθεί, τι λαμογιές
δεν θέλει πια να αποκρύψει (έχουν πεθάνει πια όλοι οι εμπλεκόμενοι και δεν
φοβάται πια για τη ζωή της). Επειδή όμως εγώ είμαι «εν ενεργεία», «πάνω στο
άνθος της ηλικίας μου» και πάνω στα συγγραφικά μου ντουζένια, σταματάω εδώ,
γιατί έχω άλλα 60 (ναι, εξήντα!) βιβλία να γράψω πριν εγκαταλείψω τον μάταιο
τούτο κόσμο…