Το γραφείο με πλάκωνε λες και είχε πέσει το ταβάνι στο
στήθος μου και μου ρουφούσε την αναπνοή, ο ήλιος έξω έλαμπε, ήταν μια γλυκιά
φθινοπωρινή μέρα η σημερινή. Κάθισα πιο αναπαυτικά στην πολυθρόνα μου και άφησα τις
σκέψεις μου να τρέχουν, είχαν περάσει πολλά, πολλά χρόνια πια, αλλά όλα ήταν
τόσο ζωντανά σαν να έγιναν χθες.
Θυμάμαι ότι έψαχνα σε χωριά, πόλεις και βουνά να βρω εκατόν
δώδεκα τριαντάφυλλα πράγμα δύσκολο μια και ήταν τέλος Σεπτέμβρη, άσε που τα
ήθελα και κατακόκκινα, δώρο για τα γενέθλια της, δεν ήξερα τότε βέβαια ότι όσα
ήταν τα αγκάθια τους τόσες φόρες θα μου τρυπούσε την καρδιά, τώρα θα μου πεις
δεν ήξερες; δεν ρώταγες; έλα που η λατρεία που έτρεφα στο πρόσωπο της με
άφηνε αδιάφορο πόσο θα πληγωθώ, ήθελα μόνο να τη βλέπω να γελά, γελούσε τόσο
όμορφα, και αυτά τα χείλη της, κόκκινα σαν τα πετροκέρασα του κάμπου, μεγάλα
σαρκώδη και πανέμορφα.
Το κουδούνισμα από το τηλέφωνο με επανάφερε στο σήμερα, απάντησα μονολεκτικά σχεδόν και επέστρεψα γρήγορα, γρήγορα στις βαθιές σκέψεις
μου.
Αφού τελικά βρήκα λοιπόν μια άκρη και το ανθοπωλείο που
ανέλαβε την παράδοση συγκέντρωσε τον αριθμό, αποφασίσαμε να παραδοθούν στο σπίτι της στις 9:30 το πρωί, λίγο πριν φύγει για το νοσοκομείο όπου εργαζόταν.
Στις 30 Σεπτεμβρίου ακριβώς στις 9:30 τα τριαντάφυλλα
παραδόθηκαν στο σπίτι της, ένα μικρό χαριτωμένο διαμέρισμα στην οδό Παστέρ.
Αφού άφησα να περάσουν μερικά λεπτά την κάλεσα θυμάμαι στο
τηλέφωνο για να την ευχηθώ «Χρόνια πολλά, μου λείπεις»
της είπα «Έλα μου, ευχαριστώ, αλλά γιατί έστειλες τόσα τριαντάφυλλα, αλήθεια πόσα είναι;» «Εκατόν δώδεκα»
της απάντησα με φωνή πλημμυρισμένη από χαρά
και περηφάνια που τα κατάφερα, «Κατακόκκινα και δροσερά όπως τα χείλη σου» συμπλήρωσα «Δεν ξέρω που να τα βάλω, δεν χρειαζόταν, ένα τριαντάφυλλο
έφθανε, πρέπει να φύγω τώρα θα τα πούμε αργότερα»
μου είπε και έκλεισε γρήγορα
το τηλέφωνο.
Σφίχτηκε η καρδιά μου, κάπως αλλιώς περίμενα την απάντησης
της, ένα σε αγαπώ κάτι από το σε θέλω λίγο από το μου λείπεις, όχι κοφτά
πρέπει να φύγω, ούτε καν ρώτησε γιατί εκατόν δώδεκα, άραγε τουλάχιστον
κατάλαβε το συμβολισμό τους αναρωτήθηκα.
Τόσος κόπος τόση επιθυμία τόση αγωνία
να γίνουν όλα τέλεια και έπρεπε να φύγει. Ούτε δυο λεπτά χρόνο δεν είχε;
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε το άφησα να κτυπάει, το κουδούνισμα
επέμενε, σήκωσα το ακουστικό με άγριες διαθέσεις αλλά ακούγοντας από την άλλη
άκρη τη φωνή του αδελφικού μου φίλου χαλάρωσα και ρώτησα ήρεμα «Δημήτρη εσύ;» «Γεια σου φίλε, ναι Δημήτρης εδώ, γιορτάζουμε σήμερα, ε
!!, Αλέξανδρε, να σε ρωτήσω; αν σου δινόταν η ευκαιρία να βρεθείτε για λίγο
πρόσωπο με πρόσωπο τι θα της έλεγες πρώτα» «Θεωρώ ότι είναι
αδύνατο να συμβεί, κάτι τέτοιο Δημήτρη, πρέπει να κάνει το κορίτσι μας μεγάλη
θυσία, αυτή είναι η αλήθεια, εξάλλου και αυτή δεν πέρασε λίγα, βασανίστηκε, μην το ξεχνάς αυτό, είναι πια και πολλά τα χρόνια που πέρασαν, ποιος ο λόγος
να θέλει να με δει, αλλά για να σου λύσω την απορία, θα προσπαθούσα να
χορτάσουν τα μάτια μου από την παρουσία της, θα την άφηνα να μιλά για να
απολαμβάνω τη φωνή της, τους ήχους και την αναπνοή της, θα χάιδευα τα
μαλλιά της, τα χείλη της, το πρόσωπο της, για να κλέψω με τα δάχτυλα μου την αφή από το κορμί
της. Μια φράση μόνο θα τις έλεγα. Έκανα πολλά λάθη δεν μπόρεσα να
το διαχειριστώ όπως έπρεπε, εγώ ήμουν μεγαλύτερος εγώ έπρεπε να βρω τη λύση, δεν θα πάψω να κατηγορώ τον εαυτό μου για αυτό, χρειαζόμουν όμως στις
δύσκολες ώρες και εσύ να με πιστεύεις και όχι να κρύβεσαι, αυτό με σκότωνε, με
τρέλαινε, δεν έχει περάσει μέρα που δεν σε σκέφτομαι από τότε. Τέλος πάντων οι
εφιάλτες σιγά-σιγά γίνονται όνειρα ακίνητα σαν βράχοι που με πλακώνουν την ψυχή
Δημήτρη».
Αφού με άκουσε με προσοχή, όταν ήρθε η ώρα με χαιρέτησε πειράζοντας με λιγάκι ακόμα για τη δουλειά μου και τα χαζό κειμενάκια που έγραφα
που και που σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό και έκλεισε το τηλέφωνο.
Μού έκανε εντύπωση που θυμήθηκε την σημερινή μέρα, μιας και
μιλούσαμε μία στις τόσες, μου είχε παντρευτεί βλέπεις και σχεδόν είχε
εξαφανιστεί.
Βούτηξα ξανά στις βαθιές μου σκέψεις, μια μέρα τον χρόνο
είναι σκέφτηκα θα περάσει εξάλλου δεν ξέρεις πότε τι μπορεί να συμβεί στη ζωή.
Το τηλέφωνο άρχισε να ξαναχτυπά επίμονα, η σημερινή μέρα θα είναι
ατελείωτη μονολόγησα και σήκωσα το ακουστικό με μια κρυφή αδιόρατη ελπίδα.
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής
30/9/2017