Προβολές
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί μερικών ανθρώπων είναι τόσο προβλέψιμοι! Ειδικά, άμα τους ξέρεις καλά μέσα στα χρόνια. Ή όταν είναι τόσο νευρωτικοί που κάνει μπαμ η υστερία τους και το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο.
⚊ Aπό τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Ήμουνα που ήμουνα συγχυσμένος μετά από ένα ερωτικό καυγαδάκι… τι τα θέλω εγώ παρόμοια μπλεξίματα σε τέτοια ηλικία; Να πάθω καν'α έμφραγμα, να πάθω εγκεφαλικό και να κυκλοφορώ ανάπηρος στα θέατρα; Δεν λέει! «Ήτανε στραβό το κλήμα, το έφαγε κι ο γάϊδαρος κι αποστραβώθηκε».
Ήμουνα που λέτε με τα νεύρα τσατάλι εκείνο το βράδυ. Περιπατούσα αλλόφρων στα στενά και στα σοκάκια μιας γνωστής επαρχιακής πόλης («ονόματα δεν λέμε – οικογένειες δεν θίγουμε»). Διάβαζα αφηρημένος όλες τις πινακίδες που όλες νόμιζα πως έχουν το ίδιο όνομα: το δικό της (της εν λόγω… της πέτρας τού σκανδάλου, ντε!). Δεν ξέρω πώς, αλλά – δίχως να το καταλάβω – βρέθηκα στα περίχωρα… και σα να μην μου έφταναν όλα αυτά, γλιστράω. Λάσπες, νερά, πάμπολλα νερά που τρέχουν παντού, κυλάνε στους υπονόμους, νομίζεις ότι έγινε κατακλυσμός, ότι έσπασε το φράγμα του Μόρνου, ότι βρίσκεσαι στην Ατλαντίδα. Σηκώνομαι με κόπο. Κάτι μώλωπες μόνον. Είδες το πάχος; Σε προφυλάσσει από σπασίματα. «Ό,τι έχει κανείς είναι για καλό».
Ψάχνω να βρω την αιτία της διαρροής. Και τη βρίσκω: τα κατακλυσμιαία νερά βγαίνουν από το πανεπιστήμιο (πρώην Τ.Ε.Ι. – δεν λέω πιο). Ψάχνω μέσω ίντερνετ από το κινητό (έχουν λασπωθεί και τα γυαλιά μου – άσ' τα να πάνε, πού να σου λέω και πού να με βλέπεις)… βρίσκω ένα τοπικό τηλέφωνο αναγγελίας βλαβών της τοπικής εταιρείας υδρεύσεως. Με βάζουν την αναμονή, παίζουν κασέτες, λένε διάφορα περιττά κι ανόητα πράγματα για λογαριασμούς, λες και θα έπαιρνα μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα για να μάθω τι χρωστάω… Κάποια στιγμή απαντάει μια φωνή, νυσταγμένη, σαν αγουροξυπνημένη. Μου λέει αυτοκλήτως το επώνυμό της. Είναι ίδιο με της δικιάς μου! Σύμπτωση; Αν ναι, διαβολική!!!
Στην αρχή την παίρνω με το καλό. Της λέω πως είμαι ταξιδιώτης, περιηγητής σε αυτή την ωραία επαρχιακή πόλη, εκθειάζω τα αξιοθέατα, κολακεύω την ίδια και την υπομονή της, της λέω πως έχει το ίδιο επώνυμο με την πρώην μου, «παρντόν, την νυν εννοώ, την κοπέλλα μου, το καμάρι μου, την κορώνα πάνω στο κεφάλι μου». Εκείνη ΔΕΝ πείθεται πως δεν είμαι τρελός. Και με το δίκιο της. Περιγράφω το περιστατικό. Αναλυτικά. Παραλείπω τις λεπτομέρειες για το πώς γλίστρησα. Έφαγα έναν φούσκο που ήταν όλος δικός μου. Πήρα ΜΙΑ τρομάρα!!! Εν τέλει, την παρακαλώ, της ζητάω κάτι απλό: «Σας ικετεύω, επειδή είμαι ξένος εδώ και σε λίγο φεύγω με το αυτοκίνητό μου [ψέματα, δεν οδηγώ κι απόψε δεν ξέρω που θα μείνω μετά από αυτόν τον τρικούβερτο καυγά]… Σας ικετεύω, τηλεφωνήστε στον νυχτοφύλακα του Πανεπιστημίου να ελέγξει την αιτία της διαρροής – τι λέω; της κοσμοπλημμύρας…».
Με διακόπτει βίαια, μου απαντά σκαιότατα: «δεν παίρνουμε τηλέφωνα, κύριε, εδώ». Γίνομαι έξαλλος. Της απαντώ ακόμα πιο επιθετικά (τα παίρνω στο κρανίο): «Μα τότε τι κάνετε εκεί; Γιατί διανυκτερεύετε; ΑΝ διανυκτερεύετε… Πληρώνεστε πάντως. Έτσι δεν είναι; Είστε απαράδεκτη. Αύριο θα σας κάνω μήνυση προσωπική. Ξέρω το όνομά σας. Ετοιμαστείτε να ακούσετε τη φωνή σας στις ειδήσεις των οκτώ, γιατί ηχογραφώ την κλήση».
Της το κλείνω. Εκείνη δεν τολμάει να μου το κλείσει κατάμουτρα. Δεν ξέρω κιόλας. Λέω εγώ τώρα…
Χτυπάω την πόρτα του πανεπιστημίου. Από μέσα φως. Τηλεόραση που αναβοσβήνει. Με τα πολλά, μια νυσταγμένη φωνή από μέσα ρωτάει: «Ποιος είναι;». «Ποιος να 'ναι, χριστιανή μου; Ένας περαστικός. Πλημμυρίσατε και δεν το καταλάβατε. Βγείτε να δείτε τι γίνεται στο πεζοδρόμιο. Ο χωματόδρομος έχει μετατραπεί σε λίμνη. Θα βγουν βατράχια σε λίγο». Η πόρτα ανοίγει δειλά. Ξεμυτίζει μια απροσδιόριστη μορφή ανεξαρτήτως φύλου. Ξεχωρίζουν μόνο τα μάτια, κατακόκκινα από τις άπειρες ώρες τηλεθεάσεως.
Αφού βεβαιωθεί για το συμβάν και σίγουρος για του λόγου (μου) το αληθές χάνεται πάλι στα δαιδαλώδη κτήρια. Εγώ περιμένω. Απέξω. Μπάστακας. Είμαι έτοιμος για όλα. «Κι ο άγιος φοβέρα θέλει!!!», λέω και ξαναλέω φωναχτά «από μέσα μου», σαν μάντρα ένα πράγμα.
Μετά από λίγο τα νερά σταματούν. Η διψασμένη γη τα ρουφάει μονομιάς. Το χώμα αναδίδει μία γλύκα από πρωτοβρόχια. Κάθομαι σε ένα παγκάκι αναμένοντας την αυγή. Σε λίγο χτυπάει το κινητό μου. Ντόπιο νούμερο. Σταθερό. Ένας αγουροξυπνημένος προϊστάμενος το παίζει «υπεύθυνος» (αλλά αποφεύγει να μου πει το όνομά του), με παίρνει με το καλό [λες και είμαι τρελός], μου υπόσχεται πως το θέμα θα λυθεί αύριο και να μην κάνω μήνυση στην υπάλληλο γιατί είναι από το τηλεφωνικό κέντρο μιας εισπρακτικής εταιρείας! Έλεος! Μα γίνεται αυτή η χώρα να είναι ΤΟΣΟ τεταρτοκοσμική; Ετοιμάζομαι να του πω πως το πρόβλημα λύθηκε, αλλά μου κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα, αφού με προτρέψει να του τηλεφωνώ όποτε έχω ανάγκη κι όποτε ανακύπτει κανένα πρόβλημα! Είναι αυτό που λένε «πάρε μια καμιά φορά κανένα τηλέφωνο να πάμε πουθενά να πιούμε τίποτα». «Στρίβειν δια του αρραβώνος», δηλαδή. Κοιμήθηκα ήσυχος αφού είχα κάνει ό,τι μα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για την προστασία του περιβάλλοντος και την εξοικονόμηση των φυσικών πόρων.
Το πρωί ξύπνησα με ένα αδέσποτο γατάκι λίγων ημερών να κουρνιάζει στα μούτρα μου. Ήμουνα τόσο βρώμικος που έμοιαζα με σκουπιδοτενεκέ!
Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί μερικών ανθρώπων είναι τόσο προβλέψιμοι! Ειδικά, άμα τους ξέρεις καλά μέσα στα χρόνια. Ή όταν είναι τόσο νευρωτικοί που κάνει μπαμ η υστερία τους και το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο.
Ήμουνα που ήμουνα συγχυσμένος μετά από ένα ερωτικό καυγαδάκι… τι τα θέλω εγώ παρόμοια μπλεξίματα σε τέτοια ηλικία; Να πάθω καν'α έμφραγμα, να πάθω εγκεφαλικό και να κυκλοφορώ ανάπηρος στα θέατρα; Δεν λέει! «Ήτανε στραβό το κλήμα, το έφαγε κι ο γάϊδαρος κι αποστραβώθηκε».
Αυθεντικός διάλογος έξω από τις τουαλέτες (μπροστά από την ψύκτη) τρίτου ορόφου μεγάλου κτηρίου γραφείων (αστραφτερού – μέταλλο και γυαλί):
Η φωνή ήταν κυματιστή. Η διήγησις ελάμβανε χώραν επί του πεζοδρόμου γνωστού οψοπωλείου στα Εξάρχεια. Η ταβέρνα ήταν ξακουστή για τις λιχουδιές αλλά και για τους …ωτακουστές της. Επειδή σύχναζαν διάφοροι ενδιαφέροντες τύποι (καλλιτέχνες και λογοτέχνες – τρελοί με τα …ούλα τους, εν ολίγοις) όλο και κάτι έχει να ψαρέψει το αυτί κάθε φιλοπεριέργου.
Στην αρχή ήταν φως και μετά έγινε σκοτάδι… Επειδή όλοι ξέρουμε πότε γεννηθήκαμε (όχι όλοι, όχι ο ήρωάς μας). Κι επειδή κάθε ένας και κάθε μία βαθιά μέσα της γνωρίζει πότε θα πεθάνει, σπεύδω να καταθέσω αυτές τις λιγοστές μυθοπλασμένες φαντασιώσεις πριν με αρπάξει η Λευκότητα και με τυλίξει στις ηλεκτρικές, στις μαγνητικές, στις σπινθηρίζουσες...
Η Νίκη (κατά κόσμον Νικολέττα) όταν τρελάθηκε (από τα γερατειά και τα κρυμμένα μυστικά, τα αθώα ψέματα και τις λευκές εκεχειρίες με τον άσπονδο σύζυγό της) σηκωνόταν μαύρα μεσάνυχτα να πάει προς νερού της, μετά βαφόταν, ντυνόταν, φορούσε τα κοσμήματά της όλα κι έτρεχε να φύγει στον κατήφορο. Όταν τη σταματούσαν και τη ρωτούσαν πού πηγαίνεις εκείνη...
Ένας καλός ψεύτης( The Good Lear) είναι μία συγκλονιστική ταινία, ευρηματική και αγωνιώδης, ένα πραγματικό θρίλερ που δεν μετανιώνεις για τις ώρες που ξόδεψες για να την παρακολουθήσεις...
Οι χειμώνες της καρδιάς μου
Σκιέςείναι ένα από τα λίγα ποιήματα αυτής της συλλογής που δημιουργήθηκε ένα χειμωνιάτικο πρωινό στα περίχωρα της Νέας Φιγαλείας...
Οι χειμώνες της καρδιάς μου
Στιγμές από τη ζωή μου
◼ Δείτε στη συνέχεια σειρά επιλεγμένων πρωτότυπων λογοτεχνικών κειμένων,
που έγραψαν οι συνεργάτες μας για να σας
κρατήσουν συντροφιά αν σας αρέσει το διάβασμα.
● Για να διαβάσετε παρακάτω οποιοδήποτε λογοτεχνικό κείμενο σας ενδιαφέρει κάντε κλικ πάνω του.