Η συνάντηση μας με τον Οθέλλο κανονίστηκε για τις εικοσιπέντε Μαΐου στη Βιέννη
στις οκτώ η ώρα το βράδυ στο Cafe Sacher κοντά στο καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου απέναντι από την όπερα στην οδό Philharmoniker.
Ο Οθέλλος κανόνισε αυτή τη συνάντηση αμέσως την επομένη μέρα μετά
την επίσκεψη της Αθανασίας στο γραφείο μου για να μας ενημερώσει για τη βελτίωση της υγείας του και να μας κεράσει αυτά τα θεϊκά τρίγωνα του
πανοράματος.
Η Νύχτα ήταν γλυκιά σήμερα
στη Βιέννη με ολόγιομο φεγγάρι που
φώτιζε τον Δούναβη έτσι ώστε να
παίρνουν ένα ασήμι σχεδόν απόκοσμο χρώμα τα νερά του και όταν ξημέρωνε θα γινόταν
γαλάζια σαν τα βάθη του ωκεανού, αυτή τη μαγεία της εναλλαγής των χρωμάτων
του Δούναβη θεωρώ ότι ύμνησε ο Μότσαρτ με την μουσική του.
Είχα
φτάσει στις πέντε το απόγευμα με απευθείας
πτήση από τη Θεσσαλονίκη και
περιπλανιόμουν στα αξιοθέατα της πόλης μέχρι να έρθει η ώρα της συνάντησης μας.
Η Βιέννη με είχε εντυπωσιάσει, δεν την είχα επισκεφτεί
ποτέ άλλοτε, τεράστιοι δρόμοι και πεντακάθαροι, το ιστορικό της κέντρο όλο πεζοδρομημένο
έβγαζε μια αρχοντιά που σε μάγευε, άξιος ο μύθος αυτής της πόλης της πάλε
ποτέ πρωτεύουσας της τότε κραταιάς Aυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.
Κτίρια αναγεννησιακά, πολλές αίθουσες
κλασικής μουσικής και εντυπωσιακά πολλά μουσεία τέχνης με τα χειμερινά ανάκτορα να δεσπόζουν στο
κέντρο της.
Δυο φορές χρειάστηκε να πάρω
λεωφορείο και μια φόρα το μετρό και κατάλαβα
γιατί τη θεωρούν την πόλη με το καλύτερο βοιωτικό επίπεδο στον κόσμο.
Στις οκτώ έφτασα στην είσοδο
του Cafe Sacher η ουρά από ανθρώπους κάθε λογής χρώματος, φύλλου και ηλικίας που ήθελαν να το επισκεφτούν
και να απολαύσουν τα γλυκά και τον καφέ του
έφτανε μέχρι την άλλη άκρη της πλατείας, ευτυχώς ο Οθέλλος είχε φροντίσει να κλείσει
τραπέζι στο όνομα του και να με ενημερώσει, έτσι με οδήγησαν στο τραπέζι που είχε κάνει νωρίτερα την κράτηση με θέα
την όπερα δίπλα στο παράθυρο στη δεξιά πλευρά της αίθουσας όπως μπαίνεις από
την κεντρική είσοδο.
ο
Οθελλος ήταν ήδη εκεί και απολαύανε ένα κομμάτι από την πασίγνωστη τούρτα σοκολάτας
μαζί με τον εσπρέσο του, μόλις με είδε σηκώθηκε
αμέσως και μου έτεινε το χέρι.
«Μαξ καλησπέρα είχες καλό ταξίδι;» με ρώτησε «Ναι μια χαρά ήταν, βλέπω συνήλθες από τη γρίπη που σε ταλαιπώρησε και σε έστειλε στο νοσοκομείο» του απάντησα
σφίγγοντας το χέρι του και χαμογελώντας
του πλατιά «Όλα καλά πια ευτυχώς, τώρα είμαι υγιέστατος, δόξα
τω θεώ» μου είπε σχεδόν γελώντας.
Ένοιωθα
ιδιαίτερη χαρά κάθε φόρα που τον συναντούσα, είχαμε γίνει πια καλοί
φίλοι και του χρωστούσα πολλά για τη μεγάλη μου επιτυχία στους αναγνώστες της
εφημερίδας που εργαζόμουν μέσα από τις
ιστορίες του που δημοσίευα τον τελευταίο καιρό.
«Σου αρέσει εδώ; η θέα δεν είναι εξαιρετική;» Με ρώτησε και συνέχισε πριν καν προλάβω να
του απαντήσω «Εδώ και πέντε χρόνια κάθε εικοσιπέντε Μαΐου κάθομαι σε αυτό το τραπέζι και περιμένω τις λίγες στιγμές ευτυχίας που θα μου χαρίσουν οι διαβάτες και το υπαίθριο κονσέρτο ενός πιανίστα αφιερωμένο
στον Μότσαρτ σε αυτόν εδώ τον πεζόδρομο
με θέα την όπερα στις εννέα ακριβώς».
Ο Πιανίστας με
σμόκιν και άσπρα γάντια έστηνε το
πιάνο του μπροστά από το παράθυρο μας
στην μέση του πεζόδρομου, πρώτα στερέωσε τα πόδια του πιάνου στο έδαφος και μετά τοποθέτησε με μαεστρία επάνω
τους τον κορμό του πιάνου, μετά έστησε το σκαμπό που θα καθόταν για να ερμηνεύσει το κονσέρτο
του και με μια θεατρική φιγούρα χαιρέτισε τον κόσμο που άρχισε να
μαζεύεται γύρω του.
Στις εννέα πάρα πέντε ο κόσμος γέμισε ασφυκτικά
τον χώρο και στη μέση ο πιανίστας με το
πιάνο του, λίγες στιγμές μετά ακούστηκαν
οι πρώτες νότες.
Η μουσική πανδαισία από το Piano Concerto No. 20 in D minor είχε πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα
και μάγευε με τους ήχους της τον κόσμο
που παρακολουθούσε με ευλαβική σιωπή τον δεξιοτέχνη πιανίστα λουσμένο από το φως του φεγγαριού σε ένα μαγευτικό σκηνικό που μένει ανεξίτηλο και μοναδικό ως
εμπειρία μέσα στα χρόνια.
Μια κυρία ψιλή με όμορφα χαρακτηριστικά μακριά ξανθά μαλλιά και κορμί γεμάτο καμπύλες προχώρησε
προς το παράθυρο μας στάθηκε για λίγο μπρος του και κάθισε σένα από τα τραπεζάκια
που ήταν στον πεζόδρομο, σε λίγο έφτασε και ένα κύριος μετρίου αναστήματος λίγο
παχουλός με αραιωμένα και γκρίζα μαλλιά πέρασε από το παράθυρο μας και κάθισε και αυτός στο τραπεζάκι δίπλα στην κυρία.
Μου έκανε εντύπωση γιατί η άγνωστη γυναίκα ώσπου να φθάσει μπροστά στο παράθυρο μας
προχωρούσε ιδιαίτερα αργά, όταν έφτασε στο ύψος που βρισκόταν το παράθυρο σταμάτησε και
κοίταζε ερευνητικά και ιδιαίτερα
προσεκτικά μέσα από αυτό την αίθουσα του καφέ σαν να έψαχνε να βρει κάποιον, αφού έμεινε ακίνητη σχεδόν σε στάση
προσοχής λίγα λεπτά έφυγε με βήμα ταχύ
προς το τραπεζάκι που ήταν ακριβώς δίπλα στο παράθυρο με θέα προς την Όπερα.
Ο ευτραφής κύριος έκατσε απέναντι στην κυρία
και με πρόσωπο προς τον πιανίστα που συνέχιζε να μαγεύει με την ερμηνεία του το
υπαίθριο κοινό του.
Όπως καθόμουν απέναντι στον Οθέλλο παρατήρησα
ότι δεν είχε πάρει τα μάτια του από το αταίριαστο αυτό ζευγάρι.
«Οθέλλο και εσύ αυτούς παρατηρείς;» Τον ρώτησα,
μου απάντησε με ένα νεύμα του κεφαλιού του που το πήρα ως ναι και συνέχισα να απολαμβάνω
το κονσέρτο χωρίς άλλο σχόλιο.
Ο Πιανίστας τελειώνοντας το κονσέρτο του με μια υπόκλιση ευχαρίστησε το κοινό που τον
αποθέωνε, το ζευγάρι σηκώθηκε και κρατώντας η κυρία από το μπράτσο τον ευτραφή κύριο έφυγε με κατεύθυνση προς την όπερα, τότε
ο Οθέλλος σηκώθηκε, με μιας βγήκε στον
δρόμο έτρεξε και πρόλαβε το ζευγάρι λίγα
μέτρα πριν στρίψει στη γωνία και χαθεί, κάτι συζήτησαν και ο Οθέλλος επέστρεψε στο
τραπέζι μας, ζήτησε από το σερβιτόρο ένα
ποτήρι Civas και άρχισε να μου μιλά όπως πάντα χωρίς να με
ρωτήσει καν αν ήμουν έτοιμος να κρατήσω σημειώσεις για όσα θα μου έλεγε.
Τα ζάρια της μοίρας
«Τον Μάη του 1993 βρέθηκα για πρώτη φόρα στη Βιέννη καλεσμένος της ομογένειας για μια διάλεξη με θέμα την «Οικονομική ανόρθωση
της Ελλάδος και την πάταξη της διαφθοράς» στο συνεδριακό Κέντρο Messe Wien, κύριος ομιλητής ήταν μια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Σορβόνης αν θυμάμαι καλά.
Το βράδυ την ίδιας μέρας θα
μας δεξιωνόταν οι ομογενείς στο «Augustinerkeller» ένα εστιατόριο στην Helmut Zilk Platz μία όμορφη πλατεία δίπλα στα χειμερινά ανάκτορα λίγο πιο πέρα από εδώ που βρισκόμαστε.
Όλα κυλούσαν φυσιολογικά
μέχρι που εμφανίστηκε η γυναίκα που είδες προηγουμένως με τον σύζυγο της, αυτόν
τον χοντρούλη, συμπαθητικό και με γεμάτο χιούμορ άνθρωπο, με πλησίασαν στο τραπέζι που καθόμουν και απολάμβανα τη σπεσιαλιτέ του καταστήματος, ένα χοιρινό
κότσι τραγανό στην υφή και στη γεύση θεσπέσιο, που το συνόδευαν με ένα εκπληκτικό
ισπανικό ροζέ κρασί, η γυναίκα ήρθε ακριβώς από πάνω μου έσκυψε και μου
ψιθύρισε διακριτικά στο αυτί ότι έπρεπε να μου μιλήσουν
ιδιαιτέρως και αν γινόταν και άμεσα.
Σηκώθηκα αμέσως από το
τραπέζι μου και τους ακολούθησα γεμάτος απορία, βγήκαμε στο
χολ του εστιατορίου, ένα μακρόστενο διάδρομο που το
χρησιμοποιούσαν και για καπνιστήριο, με πλησίασε
αμέσως η κυρία και μου συστήθηκε με ευγενικό αλλά σοβαρότατο ύφος λέγοντας μου «Κύριε Ηστ καλησπέρα, λέγομαι
Δέσποινα Νικηφόρου και ο κύριος είναι ο σύζυγος μου, Στρατής Νικηφόρου» «Χαρά μου που σας γνωρίζω» της
απάντησα κρατώντας ένα ευγενικό αλλά και σταθερό τόνο στη φωνή μου, μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς ήθελαν από μένα.
«Ο λόγος που ζήτησα να μιλήσουμε ιδιαιτέρως είναι γιατί το
θέμα είναι προσωπικό και αφορά εσάς και την αδελφή μου» απάντησε και αμέσως
μετά συνέχισε η Νικηφόρου με ύφος αυστηρό και με τον τόνο της φωνής της λίγο πιο έντονο από πριν «Πρέπει να σταματήσετε να τη
ενοχλείτε με ραβασάκια και γράμματα
είναι πια παντρεμένη και δυστυχώς δεν νοιώθει τίποτα για εσάς και της δημιουργείτε επιπρόσθετα τεραστία
προβλήματα με τον άντρα της με αυτήν την εμμονή σας» «Δεν καταλαβαίνω πια είναι
η Αδελφή σας; και τι σχέση μπορώ να έχω εγώ»
τη ρώτησα γεμάτος απορία και σχεδόν φωνάζοντας γιατί ένοιωθα ιδιαίτερα προσβεβλημένος που κάποια που μόλις
είχα γνωρίσει αμφισβητούσε την ηθική μου και την ανδρική μου τιμή με όσα μου
έλεγε.
«Μην φωνάζεις Οθέλλο, θα
σου εξηγήσω, η Νίκη* είναι η αδελφή μου απλά εγώ έχω το επώνυμο του άντρα μου, μένουμε
εδώ και πολλά χρονιά στη Βιέννη για αυτό και δεν έτυχε να γνωριστούμε» μου
απάντησε ήρεμα. Έμεινα σαν στήλη άλατος δεν μπορούσα να πιστέψω, να διαχειριστώ όσα
μου έλεγε η Νικηφόρου, πότε μου δεν είχα
ενοχλήσει τη Νίκη όλα αυτά τα χρονιά δεν καταλάβαινα μήπως με μπέρδευε με
κάποιον άλλον, αλλά πάλι πως ήξερε ποιος είμαι, μήπως η Νίκη είχε εξωσυζυγική σχέση και τα φόρτωνε σε μένα.
Εκτός του γράμματος που
τελικά δεν δέχτηκε λίγες μέρες πριν το γάμο της που είχα στείλει με την Αθανασία
** μέσω της φίλη της της Βάνας για να της
το παραδώσει δεν την είχα ενοχλήσει πότε άλλοτε. Την αγαπούσα αλλά έως εκεί, το θεωρούσα ντροπή
και εξευτελισμό να την ενοχλώ, σήκωνα τον σταυρό μου μόνος συντρόφια με τους
εφιάλτες μου.
Η ατμόσφαιρα πια ήταν ιδιαίτερα ηλεκτρισμένη, η Νικηφόρου με
ύφος αυστηρό γύρισε προς τον σύζυγο της λέγοντας «Στρατή φεύγουμε δεν έχουμε
νομίζω να συζητήσουμε κάτι άλλο με το κύριο Ηστ» Ο Σύζυγος της με πλησίασε με
χαιρέτισε τείνοντας μου το χέρι «Καλό
βράδυ κύριε Ηστ» μου είπε και στράφηκε προς την έξοδο του καταστήματος.
Η Νικηφόρου που καθόταν λίγα μέτρα πιο
πέρα, με πλησίασε όταν πια άρχισε να περπατά ο άντρας της προς την έξοδο γυρνώντας την
πλάτη του προς εμάς, τότε με μια αστραπιαία κίνηση μου έπιασε το χέρι με χαιρέτισε
και τοποθέτησε στην παλάμη μου ένα διπλωμένο λευκό χαρτί και αμέσως κίνησε προς
την έξοδο. Έπιασε τον σύζυγο της από το μπράτσο, γύρισαν, κοίταξαν προς το μέρος μου και στρίβοντας προς τo μουσείο Albertina χάθηκαν στο βάθος του δρόμου.
Μικρές σταγόνες Ευτυχίας
Έφτασα στο ξενοδοχείο μου ιδιαίτερα
εκνευρισμένος και στενοχωρημένος από όσα είχαν συμβεί πριν από λίγη ώρα αφού πρώτα επιβιβάστηκα σε ένα ταξί που πήρα από
την πιάτσα μπροστά από το εστιατόριο, σε όλη τη διαδρομή κοιτούσα ξανά και ξανά το λιτό σημείωμα με ένα νούμερο από αριθμό τηλεφώνου γραμμένο σε γραφομηχανή η υπολογιστή
και μια φράση μόνο «Κάλεσε σε αυτό το νούμερο σήμερα στις
έντεκα το βράδυ ακριβώς» δεν μπορούσα να καταλάβω τι εξυπηρετούσε αυτός ο αριθμός
αφού προηγουμένως δέχθηκα ένα σωρό κατηγορίες ασύστολες μεν αλλά κατηγορίες δε από
τη Νικηφόρου και γιατί μου έδωσε αυτό το
νούμερο για να την καλέσω, τι άλλο θα έπρεπε να μου πει, δεν έφταναν όσα μου είπε και
ο υποτιμητικός τρόπος που με αντιμετώπισε.
Ανέβηκα με το ασανσέρ στον πέμπτο
όροφο και μπήκα στο δωμάτιο μου, το ξενοδοχείο όπου διέμενα είχε καταπληκτική
θέα στην πόλη και από το παράθυρο του δωματίου μου έβλεπες την κορυφή
του καμπαναριού του Αγίου Στεφάνου και τις πανέμορφες και πολύχρωμες παραδοσιακές κεραμοσκεπές της παλιάς πόλης.
Μέχρι να φθάσει έντεκα η ώρα
είχα γυρίσει το δωμάτιο γύρω-γύρω χίλιες
φόρες και άλλαξα άλλες τόσες απόφαση για το αν θα σηκώσω το ακουστικό του τηλεφώνου ή όχι και
για ποιους λόγους θα το κάνω ή δεν θα το κάνω, στο τέλος πήρα την απόφαση να τηλεφωνήσω και να δω τι ακριβώς
ήθελε, υπερίσχυσε η περιέργεια μου ένα ελάττωμα που με βάζει σε τεράστιους μπελάδες
από μικρό παιδί. Πριν σηκώσω το ακουστικό και
ζητήσω από τη ρεσεψιόν να με συνδέσει με τον τηλεφωνικό αριθμό του σημειώματος είχα
πιει μισό μπουκάλι ουίσκι για να βρω το κουράγιο να πω όσα έπνιγαν την ψύχη μου
και τα είχα καταχωνιασμένα και τα είχε φέρει στην επιφάνεια αυτή η «Κυρία».
Ο θορυβώδης τόνος της κλήσης
ακούστηκε τρεις φόρες, ο ήχος της φωνής που απάντησε τις πρώτες εκείνες στιγμές
με άφησε στην αρχή έκπληκτο και αμέσως μετά ένοιωσα μια απίστευτη ευφορία
μια τεράστια χαρά, χαμογελούσα σαν ηλίθιος, η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σαν τρελή, το στομάχι μου δέθηκε σαν κόμπος, τα αυτιά μου δεν μπορούσαν να πιστέψουν, να δεχτούν
τη θαλπωρή που ένοιωθαν από τους ήχους που έτρεχαν μέσα τους. Το όνειρο που χρόνια περίμενα να γίνει πραγματικότητα ήταν
στην άλλη άκρη της γραμμής του τηλεφώνου, ένοιωθα τη φωνή της να περνά σαν δέσμη
φωτός, σαν ανοιξιάτικος ήλιος και να αναγεννά την ψυχή μου, την καρδιά μου, το
είναι μου ολάκερο, δεν είχε σημασία τι θα μου έλεγε φτάνει που για μια στιγμή θα της
μιλούσα.
«Καλησπέρα Οθέλλο ήθελα να
σου μιλήσω σου χρωστώ μια εξήγηση για όσα έγιναν πριν πολλά πολλά χρόνια» Η φωνή της απαλή σαν χάδι, σαν μουσική πλημμύρισε το δωμάτιο
και μοσχομύρισε ελπίδα «Νίκη η χαρά μου είναι
απερίγραπτη που μπορούμε και μιλάμε σήμερα»
της απάντησα και συνέχισα «Δεν θέλω να μου πεις τίποτα ίσως όσα μου πεις η θα σου πω να μας πληγώσουν, άσε με να ακούω
τη φωνή σου, την ανάσα σου γιατί γαληνεύουν
τα μέσα μου». Μιλούσαμε ή σιωπούσαμε ώρες, προσπαθούσαμε να μοιραστούμε κάθε στιγμή της
ζωής μας που πέρασε όλα αυτά τα χρόνια, τα δάκρυα, τα κορμιά μας και οι ανάσες μας
σφιχταγκαλιαζόταν μέχρι το ξημέρωμα. Ήταν η τελευταία φόρα που μίλησα
μαζί της, εικοσιπέντε Μαΐου θαρρώ, από τότε και κάθε χρόνο είμαι εδώ και περιμένω μια
σταγόνα ευτυχίας που δεν έρχεται Μαξ».
Όση ώρα μου μιλούσε και μου περιέγραφε τα γεγονότα εκείνης της
εποχής ο Οθέλλος για πρώτη φόρα δεν πήγαινε
πέρα δώθε στην καρέκλα του ήταν ακίνητος σαν μαρμαρωμένος με υγρά μάτια και σπασμένη
φωνή και παρά το κομψό του ντύσιμο ήταν
σαν να έβλεπες ένα ερείπιο, μια βάρκα τσακισμένη από τους αγέρηδες, τα κύματα και
τον χρόνο.
Σηκώθηκα από το τραπέζι και τον
χαιρέτησα σφίγγοντας του θερμά το χέρι και βγήκα από το καφέ, ένοιωθα ότι ήθελε να
μείνει μόνος το είχε ανάγκη, καθώς έφευγα
με ενημέρωσε ότι θα βρεθούμε σύντομα και με μια κίνηση με άρπαξε από τους ώμους
και με αγκάλιασε εγκάρδια «Στο επανιδείν»
μου είπε του χαμογέλασα αμυδρά η εξιστόρηση του για όσα έγιναν τον Μάη του 1993 τον
είχε κομματιάσει.
Άρχισα να περπατώ στους άδειους
δρόμους της νυχτερινής Βιέννης, αυτός ο κίτρινος χλωμός φωτισμός των δρόμων της με πλάκωνε την καρδιά, βάδιζα δίχως προορισμό, με είχε
συνεπάρει η ιστορία του Οθέλλου, μου είχε
ραγίσει την ψύχη, θα έψαχνα να βρω τη Νίκη, ήθελα να ακούσω και από τα χείλη
της τη δική της εκδοχή στην ιστορία τους με το Οθέλλο, δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορεί να χώρισε αυτούς τους δύο ανθρώπους, τι παράξενο παιχνίδι άραγε να τους έπαιξε η
μοίρα.
Ο Οθέλλος σίγουρα δεν θα
συμφωνούσε αλλά είχα πάρει την απόφαση μου να προσπαθήσω να τη βρω, ήξερα μόνο το επώνυμο
της αδελφής της το δικό της επιμελώς μου το είχε αποκρύψει ο Οθέλλος, αλλά κάπως θα μπορούσα να μάθω για αυτήν,
έπρεπε να λύσω το μυστήριο, από αύριο κιόλας μόλις γύριζα στη Θεσσαλονίκη θα άρχιζα την έρευνα και ίσως να σταθώ τυχερός και να την ανακαλύψω, τότε ίσως θελήσει να μου πει τι συνέβη και δεν μπορούσαν να είναι μαζί, γιατί αυτό τελικά επιθυμούσαν όπως
καταλάβαινα από τα λεγόμενα του Οθέλλου, εκτός και αν μου έκρυβε κάτι ο κύριος
Ηστ.