Έξυνα με
δύναμη το κουτάλι μου στο πάτο από το βαθύ σαν γαβάθα πιάτο μου και μετά το γυρόφερνα χτυπώντας γύρω-γύρω τις άκρες του κάνοντας κύκλους στη νερουλή κοτόσουπα
μου, το τραπέζι που είχα διαλέξει ήταν
στο παράθυρο ενός συνοικιακού λαϊκού εστιατορίου στην Πανόρμου απέναντι από ένα
περίπτερο κατασκευασμένο από σανίδες
ξύλου όπως όλα τα περίπτερα στην Αθήνα.
Είχε κάνα
δύο παρέες εργατών ακόμα το εστιατόριο που μόλις είχαν σχολάσει από τη φάμπρικα και ένα μεσήλικα που καθόταν
σε ένα τραπέζι πίσω ακριβώς από το δικό
μου και
φώναζε ότι κρυώνει και να κλείσουν την πόρτα που άφηνε ανοιχτή συνέχεια ο κυρ Κώστας ο ιδιοκτήτης.
Ήταν άνοιξη
του 1970, η διαβίωση στην πρωτεύουσα δύσκολη, έμενα σε ένα χαμόσπιτο στον
Κολωνό που τα παράθυρα του έτριζαν κάθε φορά που προσπαθούσες να τα ανοίξεις ή να τα κλείσεις σαν παράφωνη χορωδία κρουστών ένα πράμα, τόσο ξεχαρβαλωμένα ήταν, τα πρωινά δούλευα σε ένα τυπογραφείο δεν τα έβγαζα όμως πέρα με τις πενταροδεκάρες
που έπαιρνα, έτσι για να βγάζω τα προς το ζην το απόγευμα το έπαιζα φωτογράφος, είχα
αγοράσει μια Nikon F Photomic του 1970 μεταχειρισμένη από έναν Αμερικανό ναύτη
στον Πειραιά, ανέβαινα στην ακρόπολη και
φωτογράφιζα τα ζευγαράκια και τους τουρίστες για δέκα δραχμές τη φωτογραφία
και έτσι συμπλήρωνα το εισόδημα μου.
Στο διπλανό
τραπέζι από το δικό μου και ακριβώς πλάι και αριστερά μου, ήρθε και κάθισε ένα ζευγάρι μέσης ηλικίας που από ότι καταλάβαινα είχαν έρθει από την επαρχία, τους είδα από το παράθυρο όταν στάθμευσαν το αυτοκίνητο τους στο πεζοδρόμιο
δίπλα από το περίπτερο, ένα Peugeot
504 χρώματος μαύρου μάλλον μοντέλο του 1968.
Ο άντρας με
προσοχή έβγαλε την εφημερίδα του από τη μέσα τσέπη της καμπαρντίνας του,
βλέπεις η χούντα μας είχε κάνει όλους ιδιαίτερα προσεκτικούς, την άνοιξε
πάνω στο τραπέζι και έδειχνε μια φωτογραφία στην πρώτη σελίδα στη γυναίκα που
τον συντρόφευε στο τραπέζι του. Μόλις
τέλειωσαν το γεύμα τους φώναξαν τον σερβιτόρο
ένα σαραντάρη μουστακαλή τον Σταύρο που είχε έρθει από την Πάτρα στη δεκαετία του εξήντα για να βρει εδώ την τύχη του, πλήρωσαν και έφυγαν, από ότι κατάλαβα γιατί έστηνα αυτί αν και
συζητούσαν χαμηλόφωνα ήταν από τη Θεσσαλονίκη και είχαν έρθει να επισκεφτούν τον γιο τους που υπηρετούσε στο ναυτικό τη θητεία του, από το ντύσιμο και το αυτοκίνητο τους
κατάλαβα ότι ήταν ευκατάστατοι και από ότι άρπαξα από τη συζήτηση τους έμεναν κάπου στην Αγίου Δημήτριου στο κέντρο
της πόλης, αν και δεν είχα πάει πότε στη Θεσσαλονίκη από ότι άκουγα ήταν όμορφη
πόλη ίσως αργότερα αν έπιανα λίγα περισσότερα χρήματα να την επισκεπτόμουν.
Φεύγοντας
το ζευγάρι ξέχασε την εφημερίδα πάνω στο τραπέζι τους, ώσπου να έρθει ο Σταύρος
να μαζέψει τα πιάτα και τα αποφάγια, με
μια κίνηση σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και όπως καθόμουν στη γωνιά του
τραπεζιού μου και απείχα μόλις λίγα
εκατοστά από το τραπέζι του ζευγαριού, άπλωσα το χέρι μου πήρα την εφημερίδα και την άπλωσα προσεχτικά πάνω στο τραπέζι μου κάνοντας στην άκρη το
πιάτο με τη σούπα μου για να έχω περισσότερο χώρο, μου είχε κάνει εντύπωση και μου κίνησε την
περιέργεια γιατί με τόσο θαυμασμό έβλεπαν τη φωτογραφία στην πρώτη σελίδα της
εφημερίδας.
Είχαν
περάσει δύο μήνες από την απόπειρα δολοφονίας
του Αρχιεπισκόπου Μακάριου, ήταν στις αρχές Μαρτίου και από τότε είχα να δω κάποιον
να ρουφά έτσι την πρώτη σελίδα μιας εφημερίδας, τότε ήταν η φωτογραφία της επίσκεψης του Μακάριου στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για να ενημερωθεί για την υγεία του χειριστή
του ελικοπτέρου του, του ταγματάρχη Ζαχαρία Καπογιάννη, ο οποίος τραυματίστηκε
κατά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του.
Τώρα ήταν μια φωτογραφία από ένα νοσοκομείο της Νέας Υόρκης στις Η.Π.Α που απεικόνιζε
επτά άτομα όρθια και δυο καθιστά με τη λεζάντα της εφημερίδας να γράφει τα ονόματα
τους και ο τίτλος και το δίστηλο άρθρο που ακολουθούσε τη φωτογραφία έγραφε για ένα πρωτοποριακό
μηχάνημα που ονομαζόταν αξονικός τομογράφος και με αυτό
θα μπορούσες να πραγματοποιήσεις μια
νέου τύπου ακτινοσκόπηση που την ονόμαζε αξονική τομογραφία και ότι εισήχθη
στην ιατρική διαγνωστική το 1968 και έφερε επανάσταση, είχε ξεκινήσει δε να
χρησιμοποιείται μόλις πριν δύο χρόνια και το πρώτο όργανο που μελετήθηκε με αυτήν
ήταν ο εγκέφαλος. Αυτό το μηχάνημα είχε προμηθευτεί το
νοσοκομείο και ήταν από τα ελάχιστα που
υπήρχαν ακόμα και στις Η.Π.Α και σε αυτό
εκπαιδεύτηκαν πώς να το χρησιμοποιούν οι
εικονιζόμενοι γιατροί.
Όπως παρατηρούσα τη φωτογραφία και τα ονόματα στη λεζάντα διάβασα ένα ελληνικό επίθετο και μετά το όνομα, για το πρόσωπο αυτό έκανε
ιδιαίτερη μνεία ο αρθρογράφος μιας και
ήταν Ελληνίδα της διασποράς, Δρ. Οικονομίδου Γεωργία και τότε η καρδιά μου
σχεδόν σταμάτησε, ένοιωσα να μου κόβεται το οξυγόνο, δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα, άρχισα να την παρατηρώ
καλύτερα με τον μεγεθυντικό φακό που είχα πάντα στην
μέσα τσέπη από το πανωφόρι μου, τον είχα
τοποθετήσει πάνω στη φωτογραφία και
εστίασα στον τρίτο άτομο από αριστερά της φωτογραφίας όπως έλεγε ο συντάκτης «Ήταν αυτή ήμουν σίγουρος» μονολόγησα σχεδόν φωνάζοντας, τα χείλη μου
μονομιάς σφίχτηκαν και τα δάγκωσα με μανία από την ένταση της στιγμής.
Την είχα για νεκρή τη Γεωργία, θρήνησα χρόνια για την εξαφάνιση
της, οι γονείς της εκείνα τα χρόνια στα τέλη του πενήντα πέντε με είχαν ενημερώσει
με οδύνη πως ένα βραδύ βγήκε μόνη της
μια βόλτα από το σπίτι που έμενε στα
Πετράλωνα και από τότε χάθηκαν τα ίχνη
της. Η Αστυνομία μιλούσε για απαγωγή ίσως ή για εξαφάνιση για κάποιον άγνωστο
λόγο, για δολοφονία δεν μπορούσαν να μιλήσουν γιατί δε είχε βρεθεί ποτέ το
πτώμα της.
Το ζευγάρι όμως τη σχέση είχε με την φωτογραφία, γνώριζε τη Γεωργία ή είχε εντυπωσιαστεί από το μηχάνημα, γιατί ίσως και αυτοί
να ήταν γιατροί.
Έπρεπε να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε, πολλά χρόνια λέγαμε σε όλο τον κόσμο ότι ήμασταν φίλοι αλλά είχαμε σχέση μυστικά από τότε που ήμασταν έφηβοι γιατί οι γονείς
της δεν με θεωρούσαν κατάλληλο για την κόρη τους, λόγω τη φτωχικής καταγωγής
μου και μέχρι τώρα τη θεωρούσα νεκρή.
Να μάθω αν γνώριζαν κάτι οι γονείς της ήταν αδύνατο, γιατί
μετά το γεγονός της εξαφάνισης της κόρης τους έφυγαν μετανάστες στη Γερμάνια
όπως μου εξομολογήθηκαν κάτι γείτονες τους, νομίζω ότι από τότε δεν τους ξαναείδα ποτέ.
Πρώτα απευθύνθηκα στην Αμερικανική πρεσβεία, δύο
μήνες είχαν βαρεθεί να με βλέπουν, τους ζητούσα μήπως μπορούσαν να με βοηθήσουν να βρω την διεύθυνση
της Γεωργίας άλλα μόνο κάτι υποσχέσεις πήρα.
Οι μέρες περνούσαν άλλα δεν είχα κανένα αποτέλεσμα στην
έρευνα μου, ώσπου σήμερα ένα συνηθισμένο
Αυγουστιάτικο απόγευμα ένα ζευγάρι Ελληνοαμερικάνοι ζήτησαν να τους φωτογραφίσω με φόντο την
Ακρόπολη, τους συνάντησα την ώρα που φεύγανε μετά από την επίσκεψη τους στην αρχαία ρωμαϊκή αγορά
και βαδίζανε προς το μοναστηράκι, έμεναν χρόνια στη Νέα Υόρκη, γιατροί
στο επάγγελμα, πιάσαμε την κουβέντα και
με τα σπαστά αγγλικά τα δικά μου και τα σπαστά ελληνικά τα δικά τους κάπως
συνεννοούμασταν, έτσι βρήκα την ευκαιρία και τους ρώτησα αν γνώριζαν τη Γεωργία ή κάτι για
αυτήν, τους έδειξα τη φωτογραφία από
την εφημερίδα αφού την άνοιξα προσεχτικά σχεδόν ευλαβικά για να μην σκιστεί ή
φθαρεί ανεπανόρθωτα το χαρτί που ήταν τυπωμένη η εφημερίδα, δεν ήταν δα και από την καλύτερη ποιότητα, την κουβαλούσα από τότε πάντα
μαζί μου σαν φυλαχτό.
«Παναγιώτη τη γνωρίζω τη Γεωργία» μου είπε αναπάντεχα
και γούρλωσα τα μάτια μου από αγωνία και προσμονή, η Λίζα η Ελληνοαμερικάνα αφού με κοίταξε σχεδόν στοργικά με τα μαύρα
μεγάλα εκφραστικά της μάτια συνέχισε να μου μιλά «Κάποια περίοδο δουλέψαμε μαζί
στο νοσοκομείο γιατί την ψάχνεις; πως έγινε και χαθήκατε;»
Τον σύζυγο της Ελληνοαμερικάνας
τον λέγανε Παύλο αλλά τον φώναζε Πωλ, όσο
μου μιλούσε η Λίζα με κοιτούσε ίσια στα
μάτια λες και ήθελε να διαβάσει τα τρίσβαθα της ψυχής μου, ο Πωλ στεκόταν ατάραχος δίπλα της και διάβαζε έναν
τουριστικό οδηγό για την Αθήνα και έδειχνε να μην τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η συζήτηση
μας.
«Λίζα με τη Γεωργία ήμασταν ένα ερωτευμένο ζευγάρι, είχαμε
σχέση από τα εφηβικά μας χρόνια
πηγαίναμε μαζί στο ίδιο Γυμνάσιο στους Αμπελόκηπους εκεί γνωριστήκαμε, χρόνια
όμως το κρύβαμε από τους γονείς της γιατί δεν με ενέκριναν για γαμπρό τους λόγω
της οικονομικής μου κατάστασης, ήμασταν φτωχοί άνθρωποι, οι γονείς μου με τα
βίας τα βγάζανε πέρα, ο πατέρας μου δούλευε υπάλληλος σε ένα βιβλιοπωλείο και η
μητέρα μου εργαζόταν σε μία βιοτεχνία ρούχων στον Άλιμο. Αντίθετα οι γονείς της
Γεωργίας ήταν οικονομικά ευκατάστατοι, ο πατέρας της ήταν δικηγόρος και η
μητέρα της καταγόταν από μια πλούσια οικογένεια της Λαμίας. Το όνειρό τους ήταν
να παντρευτεί γιατρό ή δικηγόρο, γόνο κάποιας
πλούσιας οικογένειας των Αθηνών. Έτσι αναγκαζόμασταν να λέμε ότι ήμασταν
πολύ καλοί φίλοι στους γύρω μας, ήταν
ένα βάσανο να κρυβόμαστε συνεχώς από όλους και όλα».
Όσο της μιλούσα τα μάτια
μου γέμιζαν δάκρυα, δεν άντεχα να ξαναζήσω όλες εκείνες τις στιγμές που ρίζωναν
χρόνια μέσα μου, σταμάτησα να περπατώ και κάθισα σένα πεζοδρόμιο κλαίγοντας
γοερά.
Φαίνεται την είχε συνεπάρει η ιστορία μου τη Λίζα, κάθισε
και αυτή δίπλα μου στο πεζοδρόμιο, από πάνω μας ακριβώς στεκόταν όρθιος ο Παύλος, ψηλός όπως ήταν μας έκρυβε τον ήλιο είχε έντονα χαρακτηριστικά και έμοιαζε σαν Αρχαίος Έλληνας θεός, άκουγε χωρίς να μιλά
καθόλου είχε σταματήσει να ασχολείται με τον τουριστικό οδηγό και κοιτούσε πια συνεχώς τη Λίζα σαν να της έλεγε έτσι ένοιωθα από το βλέμμα
του, πες του-πες του την αλήθεια. Η Λίζα με τα ακροδάχτυλα της χάιδεψε την άκρη
από τα μαλλιά μου που έπεφταν μπροστά
στο πρόσωπο μου, τα χτένιζα φράντζα προς τα δεξιά και τώρα είχαν πέσει μπρος στα μάτια μου «Μην κάνεις έτσι θα
βρούμε την άκρη» μου ψιθύρισε.
Σήκωσα το κεφάλι μου και της απάντησα, η φωνή μου
μόλις που έβγαινε από το λαρύγγι μου «Την έχασα έτσι ξαφνικά έβγαινε από το σπίτι
της για μια βόλτα και εξαφανίστηκε. Η
Αστυνομία μιλούσε για απαγωγή τότε ή για εξαφάνιση για κάποιο άγνωστο
λόγο, έφτασαν να υποθέτουν ότι μπορεί να
τη σκότωσα εγώ και εξαφάνισα το πτώμα της, για δέκα μέρες με ανέκριναν στα
υπόγεια της ασφάλειας, δίχως φαγητό και νερό, το κορμί μου είχε γίνει μαύρο από
το ξύλο, τελικά πίστεψαν ότι δεν ήξερα τίποτα και με άφησαν ήσυχο να θρηνήσω τον χαμό της
εδώ και τόσα χρόνια ούτε ένα βράδυ δεν έχω κοιμηθεί δίχως εφιάλτες από τότε.»
Είχα πιάσει το πρόσωπο μου με τα δύο μου χέρια και συνέχισα
να κλαίω, τώρα όμως το κλάμα ήταν βουβό
όπως οι σκέψεις μου, είχα χαθεί στα
χρόνια που ποτέ δεν ήθελα να περάσουν έστω και σαν εικόνα από μπροστά μου, το
μυαλό μου κόντευε να σπάσει, δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί η Γεωργία με άφησε να
περάσω όλα αυτά, μα ήμασταν ερωτευμένοι, ήξερε πόσο την αγαπούσα, ένα τεράστιο
γιατί έσκιζε τα σωθικά μου, δεν μπορούσα
να δώσω καμία εξήγηση για την απόφαση της να χαθεί, να φύγει στην Αμερική χωρίς
έστω να με ενημερώσει τι φοβόταν; και ποιον;
«Παναγιώτη η
Γεωργία έφυγε έτσι ξαφνικά γιατί ο πατέρας της την απειλούσε ότι θα έβαζε κάτι γνωστούς του, κάτι καθάρματα της
Τρούμπας να σε σκοτώσουν αν δεν σε χώριζε, κάποια στιγμή λίγους μήνες πριν χαθεί την
προξένεψαν με ένα Ελληνοαμερικάνο πλούσιο επιχειρηματία που καταγόταν από τον Πύργο Ηλείας, τον γνώρισαν σε μια δεξίωση της Αμερικανικής πρεσβείας. Είχε
έρθει στην Ελλάδα για να βρει νύφη και
την πάντρεψαν κρυφά το απόγευμα της
μέρας της δήθεν εξαφάνιση της, το ζευγάρι έφυγε το ίδιο βράδυ για τη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας
της που ήταν φίλος με το διοικητή της χωροφυλακής, στήσανε την υπόθεση της εξαφάνισης και την πλήρωσες εσύ, φυσικά όλα όσα έγιναν
ήταν εν αγνοία της Γεωργίας, ήθελαν να σε κάνουν να πιστέψεις ότι εξαφανίστηκε
για να μην ψάξεις να τη βρεις, τα βασανιστήρια που πέρασες στα υπόγεια της
κρατικής ασφάλειας ήταν όμως και για
ένα ακόμα λόγο που βοήθησε να
στήσουν αυτή την πλεκτάνη σε βάρος σου, γνώριζαν ότι δεν συμπαθούσες
τη χούντα των συνταγματαρχών αν και ήξεραν ότι δεν συμμετείχες σε κάποια αντιστασιακή ομάδα, απλά με τον τρόπο τους σε εκδικήθηκαν μιας και έπεσες στα χέρια τους για όσα έλεγες για τη δράση της χούντας.»
Είχα μείνε έκπληκτος με όσα με ομολογούσε η Λίζα δεν
είχα καν το κουράγιο να τη ρωτήσω πως τα ήξερε όλα αυτά. Ασυναίσθητα χάιδεψα το
αριστερό μου μάγουλο και την ουλή που είχα αποκτήσει σημάδι για να θυμάμαι το
πέρασμα μου από τα υπόγεια της ασφάλειας.
Η Λίζα έπιασε τα δύο μου χέρια τα χάιδεψε αργά
ακουμπώντας τις παλάμες της πάνω στις δικές μου και συνέχισε την αφήγηση της, τα μάτια της έλαμπαν
από τα δάκρυα που γέμιζαν τις κόρες της και μετά σαν ρυάκι κυλούσαν στα μάγουλα
της. «Ο άντρα της, Πιτ Μερκούρης το άνομα του, ήταν γνωστός μας
και ένα βράδυ στα τέλη του εξήντα σε ένα τραπέζι που έκανε και μας είχε όλους καλεσμένους για να γιορτάσει τα εγκαίνια ενός πολυκαταστήματος που είχε ανοίξει στο Λας
Βέγκας μας εξιστόρησε πως τον προξένεψαν τη γυναίκα
του, πως παντρευτήκαν σε ένα βράδυ, και τα χρήματα που έδωσε στον πατέρα της
για να εξαγοράσει τον διοικητή της χωροφυλακής
για να στήσει την υπόθεση της εξαφάνισης
της, ισχυρίστηκε ότι όλα αυτά τα έκανε γιατί δήθεν την εξαπατούσε ένας αλήτης πουλώντας της φύκια για μεταξωτές κορδέλες μόνο και μόνο για
να την πείσει να τον παντρευτεί γιατί εποφθαλμιούσε τα χρήματα και την κοινωνική θέση της οικογενείας της γυναίκας του.»
«Τη Γεωργία
τώρα τη γνώριζα από πολύ πριν,
τον άντρα της τον γνώρισα μέσω αυτής ήμασταν
καλές φίλες, δουλεύαμε μαζί σε ένα καφέ όταν σπουδάζαμε ακόμα στο
πανεπιστήμιο Ιατρική και για λίγο καιρό
σε ένα νοσοκομείο όπου κάναμε την πρακτική μας
άλλα ποτέ δεν μου είχε εξομολογηθεί κάτι. Προφανώς σήμερα
αντιλήφθηκα δυστυχώς πόσο ψεύτης και κάθαρμα ήταν ο Πιτ και τον ρόλο που έπαιξε για όσα τράβηξες όλα αυτά τα χρόνια».
Έκανε μία παύση
πήρε μια βαθιά αναπνοή και σχεδόν φωνάζοντας και με τεντωμένο το αριστερό της χέρι της να
δείχνει προ την Ακρόπολη μου είπε «Ποτέ
δεν συμπάθησα τον Πιτ μου έβγαζε κάτι το μοχθηρό, σιχαινόμουν
το σαχλό γέλιο του και τα μικρά μαύρα μάτια του, σαν ποντικός μοιάζει. Ακόμα δεν κατάλαβα τι του βρήκε και
τον παντρεύτηκε η Γεωργία.»
Είχε σχεδόν βραδιάσει το γλυκό αεράκι κυμάτιζε στο πρόσωπο
μου και έπαιρνε μακριά τα δάκρυα από τα μήλα του προσώπου μου που είχαν κατασκηνώσει
εδώ και ώρα.
Η Λίζα με αποχαιρέτησε φιλώντας μου σταυρωτά στα μάγουλα και ξεκίνησε να φύγει για το ξενοδοχείο που έμεναν κάπου στην Ομόνοια, ο Παύλος κοντοστάθηκε άφησε το χέρι της Λίζας που το κρατούσε σφιχτά όση ώρα περπατούσαμε άσκοπα στα στενά της Πλάκας και πριν αποχαιρετιστούμε με χτύπησε στον ώμο φιλικά, έψαξε
βρήκε την παλάμη από το δεξί μου χέρι και άφησε ένα σημείωμα μέσα της.
Ήταν η διεύθυνση της Γεωργίας στη Νέα Υόρκη και το τηλέφωνο
της, το έβαλα προσεχτικά στη μέσα δεξιά τσέπη από το γκρι σακάκι που φορούσα, στην αριστερή είχα πάντα τον μεγεθυντικό μου φακό μαζί με τη φωτογραφία της, θα τα φύλαγα πια σαν κόρη οφθαλμού. Θα τις έγραφα σήμερα κιόλας, θα τις έλεγα τι ακριβώς
είχε συμβεί μετά από τη φυγή της στη Νέα Υόρκη, την πλεκτάνη που έστησε ο
Πατέρα της μαζί με τον άντρα της και
τον διοικητή της χωροφυλακής και όσα
πέρασα στα χέρια τους, θα τις έγραφα για τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς και
αγωνίας που ζούσα, τον θρήνο για τον
χαμό της και πόσο μου έλειπε όλα αυτά τα
χρόνια, την αγαλλίαση που ένοιωσα όταν έμαθα πως ήταν ζωντανή, και τον ρόλο που έπαιξαν η Λίζα ο Παύλος και η φωτογραφία για να με βοηθήσουν να ξεφύγω από τους εφιάλτες του
παρελθόντος.
Τράβηξα την καρέκλα από το τραπέζι, πήρα ένα τετράδιο
που είχα για να σημειώνω τα έξοδα της μέρας, έσκισα μία σελίδα του, κάθισα και άρχισα να
γράφω όσα βάραιναν την ψυχή μου, θα εξομολογούμουν την κάθε στιγμή που πέρασα όλα αυτά τα δύσκολα ματωμένα χρόνια σε ότι αγάπησα περισσότερο
στη ζωή μου .
«Λατρεμένη μου Γεωργία» Έτσι ξεκινούσα το γράμμα
μου, αυτό ένοιωθα ότι ήθελα να φωνάξω όλα αυτά τα χρόνια και όχι να κρύβομαι από
ντροπή για όσα ένοιωθα.
Άνοιξα τα ξεχαρβαλωμένα παράθυρα να μπει μέσα το φως της
αγαπημένης μου σελήνης, το αεράκι γλυκό άρχισε να οδηγεί το χέρι μου πάνω στη σκισμένη
σελίδα.
Αύριο θα ξημέρωνε μια άλλη μέρα !
Δημιουργός : Μιχάλης Ζεχερλής