Στη σιωπηλή αγκαλιά της νύχτας, το φεγγάρι έλουζε με το
απαλό του φως το αρχοντικό της πιο πλούσιας οικογένειας της Φιγαλίας. Στα ψηλά παράθυρα του, οι κουρτίνες λίκνιζαν
σαν φαντάσματα, κρύβοντας μυστικά και
φόβους της Αρχόντισσάς του σπιτιού την Άρτεμη, μιας γυναίκας με ομορφιά που
θύμιζε αρχαίο άγαλμα, με μάτια γαλανά που
έκρυβαν τη θλίψη βαθιά μέσα τους σαν σαράκι που τρώει τις ψυχές, στεκόταν ώρες
τώρα μπροστά στο τζάκι, να ψιθυρίζει τις σκέψεις της στις κρυφές φίλες της τις φλόγες.Ο Αχιλλέας, ο άντρας που είχε κλέψει χρόνια τώρα την καρδιά
της, ήταν μια σκιά βέβηλη για το αριστοκρατικό περιβάλλον της που αμαύρωνε το
παρελθόν της. Ένας έρωτας που είχε ανθίσει σαν αγριολούλουδο σε βραχώδες
έδαφος, δυνατός και ατίθασος, αλλά καταδικασμένος να μαραθεί.
Ο Αχιλλέας με τα ξανθά
μαλλιά και τα μάτια που έλαμπαν με μια σπίθα αιώνιας νιότης, ήταν ένας
αλητάκος, ένας μποέμ, ένας άντρας που ζούσε χωρίς κανόνες, χωρίς δεσμεύσεις.
Η Άρτεμις δέσμια της κοινωνικής της θέσης και τις προσδοκίες
της οικογένειάς της, δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει στο τρελό ταξίδι της ζωής
του. Ένας έρωτας που ξεκίνησε σαν παιχνίδι και μετατράπηκε σε μια αιώνια πληγή, μια πληγή που ποτέ δεν έκλεισε.
Σήμερα το βράδυ λίγες στιγμές πριν ο Αχιλλέας εμφανίστηκε ξαφνικά
στο αρχοντικό της, μεθυσμένος και απελπισμένος. Την κατηγορούσε για προδοσία,
για εγκατάλειψη, για το ότι τον άφησε να καίγεται από τη φλόγα του έρωτα τους.
Η Άρτεμις καίγοντας προσπαθούσε να τον
ηρεμήσει, να του εξηγήσει, αλλά τα λόγια της έπεφταν και χανόταν στο κενό του
πονεμένου από τον έρωτα, μυαλού του.
Κάποια στιγμή τα
μάτια του Αχιλλέα άστραψαν με μια σκοτεινή λάμψη, η φωνή του έγινε απειλητική, η
Άρτεμις, φοβισμένη έτρεξε προς την κουζίνα του σπιτιού και άρπαξε ένα μαχαίρι που
βρήκε πάνω στον πάγκο της. Μια σπασμωδική κίνηση, μια λάμψη ασημένιας λεπίδας,
και ο Αχιλλέας έπεσε γονατιστός στο πάτωμα, με μια κόκκινη κηλίδα να απλώνεται
στο στήθος του.