Η φόνισσα της Φιγαλίας

2025-03-07
Font Awesome 1 Icons W3.CSS

◼ Λογοτεχνική σειρά διηγημάτων: Κλεφτές ματιές

⚊Φονική ιστορία Αγάπης ⚊

Στη σιωπηλή αγκαλιά της νύχτας, το φεγγάρι έλουζε με το απαλό του φως το αρχοντικό της πιο πλούσιας οικογένειας της Φιγαλίας. Στα ψηλά παράθυρα του, οι κουρτίνες λίκνιζαν σαν φαντάσματα, κρύβοντας μυστικά και φόβους της Αρχόντισσάς του σπιτιού την Άρτεμη, μιας γυναίκας με ομορφιά που θύμιζε αρχαίο άγαλμα, με μάτια γαλανά που έκρυβαν τη θλίψη βαθιά μέσα τους σαν σαράκι που τρώει τις ψυχές, στεκόταν ώρες τώρα μπροστά στο τζάκι, να ψιθυρίζει τις σκέψεις της στις κρυφές φίλες της τις φλόγες.Ο Αχιλλέας, ο άντρας που είχε κλέψει χρόνια τώρα την καρδιά της, ήταν μια σκιά βέβηλη για το αριστοκρατικό περιβάλλον της που αμαύρωνε το παρελθόν της. Ένας έρωτας που είχε ανθίσει σαν αγριολούλουδο σε βραχώδες έδαφος, δυνατός και ατίθασος, αλλά καταδικασμένος να μαραθεί.

 Ο Αχιλλέας με τα ξανθά μαλλιά και τα μάτια που έλαμπαν με μια σπίθα αιώνιας νιότης, ήταν ένας αλητάκος, ένας μποέμ, ένας άντρας που ζούσε χωρίς κανόνες, χωρίς δεσμεύσεις.

Η Άρτεμις δέσμια της κοινωνικής της θέσης και τις προσδοκίες της οικογένειάς της, δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει στο τρελό ταξίδι της ζωής του. Ένας έρωτας που ξεκίνησε σαν παιχνίδι και μετατράπηκε σε μια αιώνια πληγή, μια πληγή που ποτέ δεν έκλεισε.

Σήμερα το βράδυ λίγες στιγμές πριν ο Αχιλλέας εμφανίστηκε ξαφνικά στο αρχοντικό της, μεθυσμένος και απελπισμένος. Την κατηγορούσε για προδοσία, για εγκατάλειψη, για το ότι τον άφησε να καίγεται από τη φλόγα του έρωτα τους. Η Άρτεμις καίγοντας προσπαθούσε να τον ηρεμήσει, να του εξηγήσει, αλλά τα λόγια της έπεφταν και χανόταν στο κενό του πονεμένου από τον έρωτα, μυαλού του.

Κάποια στιγμή τα μάτια του Αχιλλέα άστραψαν με μια σκοτεινή λάμψη, η φωνή του έγινε απειλητική, η Άρτεμις, φοβισμένη έτρεξε προς την κουζίνα του σπιτιού και άρπαξε ένα μαχαίρι που βρήκε πάνω στον πάγκο της. Μια σπασμωδική κίνηση, μια λάμψη ασημένιας λεπίδας, και ο Αχιλλέας έπεσε γονατιστός στο πάτωμα, με μια κόκκινη κηλίδα να απλώνεται στο στήθος του.

Τρομοκρατημένη, κοίταξε τον πεσμένο αγαπημένο της στο μαρμάρινο σαν τάφο πάτωμα του σπιτικού της με τα μάτια του ανοιχτά, γεμάτα έκπληξη, πόνο και θλίψη. Ένιωσε το αίμα να παγώνει στις φλέβες της, την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή. Έκανε ένα βήμα πίσω, μετά άλλο ένα, και έτρεξε έξω από το αρχοντικό, στην παγωμένη κρύα και θλιβερή σημερινή νύχτα. Περπάτησε στους δρόμους, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, με τα ρούχα της πλημμυρισμένα με το αίμα του λατρεμένου της αλητάκου, έτσι τον αποκαλούσε χαϊδευτικά στις ερωτικές όμορφες μέρες που μοιραζόταν μαζί του.

Το μικρό χωριό που απλωνόταν στα πόδια της φάνταζε σαν ένα σκηνικό από εφιάλτη, τα φώτα των δρόμων σαν μάτια από τις ερινύες που την καταδίωκαν.

Στο πρωινό φως, η Άρτεμις βρέθηκε σε ένα παγκάκι στο λιλιπούτειο πάρκο, στην πλατεία της Φιγαλίας, με το πρόσωπο της χλωμό γεμάτο δάκρυα και την ψυχή της συντετριμμένη γεμάτη τύψεις. Ήξερε ότι δεν μπορούσε, δεν ήθελε να ξεφύγει από το έγκλημα της, ούτε από το βάρος της πράξης της. Περπατώντας ξυπόλητη, κλαίγοντας, φωνάζοντας και μοιρολογώντας μέσα στα στενά δρομάκια, παραδόθηκε στην αστυνομία, και η ιστορία της, ο έρωτας και ο φόνος, έγιναν πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες. Η κοινωνία την καταδίκασε, την αποκάλεσε ψυχρό δολοφόνο, μια γυναίκα που δεν άξιζε να την αγαπούν.

Στη φυλακή, η Άρτεμις ζούσε με την σκιά του Αχιλλέα, με την ανάμνηση του έρωτα τους, με τους εφιάλτες να την κατατρώγουν την ψυχή και τις τύψεις να της ρουφούν το μυαλό για την πράξη της. Έμαθε ότι η αγάπη μπορεί να είναι ένα φονικό δηλητήριο, ένα πάθος που σε καταστρέφει, μια φλόγα που  σου καίει τα σωθικά.

Και όταν ήρθε η ώρα να αφεθεί ελεύθερη, ήταν σαν μια σκιά, μια γυναίκα που είχε χάσει την πίστη της στην αγάπη, στη ζωή, στον ίδιο τον εαυτό της, ένα φάντασμα ήταν πια που απλά στεκόταν όρθιο. Περπάτησε στους δρόμους της πόλης, σαν μια ξένη στον τωρινό κόσμο, μία ξένη που κουβαλούσε την ανάμνηση ενός ανεκπλήρωτου έρωτα και ενός φόνου που σημάδεψε το είναι της για πάντα.



Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής

◼ Τα γεγονότα που διαδραματίζονται και τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτήν την ιστορία είναι φανταστικά.

  Πρόσφατες δημοσιεύσεις

⚊ Από τον κόσμο της λογοτεχνίας

Στη σιωπηλή αγκαλιά της νύχτας, το φεγγάρι έλουζε με το απαλό του φως το αρχοντικό της πιο πλούσιας οικογένειας της Φιγαλίας. Στα ψηλά παράθυρα του, οι κουρτίνες λίκνιζαν σαν φαντάσματα, κρύβοντας μυστικά και φόβους της Αρχόντισσάς του σπιτιού την Άρτεμη, μιας γυναίκας με ομορφιά που θύμιζε αρχαίο άγαλμα, με μάτια γαλανά που έκρυβαν τη θλίψη βαθιά...

Ξέρετε τι γίνεται όταν αποβιβάζεται ο κόσμος από τα στενά, δίπορτα λεωφορεία σε κεντρικούς σταθμούς του μετρό. Το πατείς με πατώ σε. Βιάζονται όλοι να μπουν πριν βγουν οι προηγούμενοι. Χαϊμός. Χαλασμός κόσμου. Εκεί πάνω στην πολυκοσμία βέβαια, στο στριμωξίδι, στο γαμοσταυρίδι και με τα νεύρα τσατάλι, ανθούν δύο φρούτα «εδώδιμα – αποικιακά»: οι...

Έσφιγγα με δύναμη τα βλέφαρα μου μήπως και μπορέσω να κοιμηθώ μια στάλα, μα εκείνα τα κόκκινα σαν φράουλες χείλη που εξερευνούσαν σπιθαμή προς σπιθαμή το κορμί μου είχαν σφηνώσει στο μυαλό μου.

Ο Χ. κοίταζε από το παράθυρο του δωματίου του τη φωτεινή μέρα του Σεπτέμβρη. Είχε βρέξει την προηγουμένη και τα χρώματα του κήπου έλαμπαν.

Στεκόταν εκεί καθιστή με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη και στο πλάι της ο παππούς μου όρθιος με το τσιγκελωτό μουστάκι του, όμορφος άντρας, η φωτογραφία τους κιτρινισμένη από τον καιρό σε μια κορνίζα σε περίοπτη θέση στο σαλόνι μας, δίπλα στα βραβεία του γιου τους του Σπύρου, διακεκριμένου δημοσιογράφου και λαογράφου της Θράκης.

Σήμερα ξύπνησα ανήσυχος, με μια βαθιά επιθυμία να νοιώσω κάτι απρόσμενο, θα ήθελα όμως να είναι ευχάριστο, πρόσχαρο σαν τον λευκό επισκέπτη στα όνειρα μου.

Πρoτάσεις για εσάς

⚊ Moments of art and life

Favorite posts

 

  Δημοφιλείς ενότητες

Είμαστε η δική σου συντροφιά