Προβολές
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί μερικών ανθρώπων είναι τόσο προβλέψιμοι! Ειδικά, άμα τους ξέρεις καλά μέσα στα χρόνια. Ή όταν είναι τόσο νευρωτικοί που κάνει μπαμ η υστερία τους και το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο.
⚊ Aπό τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Βγήκε από το Υπόγειο Θέατρο παραζαλισμένος. Παραμονή Χριστουγέννων. Δεν ήξερε γιατί οι γιορτές τον καταθλίβουν. Ή μάλλον ήξερε, αλλά δεν ήθελε να τα θυμάται όλ' αυτά τώρα. Διαζύγια των γονέων, χωρισμοί, αλλαγές σχολείων, πόλεων, χωρών, ηπείρων, αλλαγή πλανήτη… Ξερριζωμένος. Μάλιστα, ξεριζωμένος. Αυτή είναι η σωστή λέξη.
Τον ζάλισε η παράσταση. Μάκβεθ. Η Λαίδη υπνωτική κι υποτονική, έδωσε μια τελείως εσωτερικευμένη εκδοχή του ρόλου. Δεν ακούγαμε τίποτα. Τόσος ρεαλισμός δεν αντέχεται. Ειδικά στην Τέχνη. Το θέατρο είναι σύμβαση. Και μάλιστα άγραφη. Όμως δεν έφταιγαν αυτοί. Αυτός έφταιγε που διάλεξε ετούτο το ζοφερό δράμα για παραμονή Χριστουγέννων. Ομοιοπαθητική.
Περπατούσε στο λερωμένο από τα απορριμματοφόρα πεζοδρόμιο με ιδιαίτερη προσοχή. Περασμένα μεσάνυχτα. Μόλις. Μήτε λόγος για δημόσια συγκοινωνία. Τα ταξί περιφέρονταν αδέξια. Όμως δεν του έφταναν τα λεφτά του. Είχε πρόβλημα με τα λεφτά. Όπως ο συχωρεμένος ο πατέρας του. Μακαρίτης και τρυπιοχέρης. «Πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη», τον έλεγε η γυναίκα του. Εργασιομανής μέχρι μανιοκαταθλίψεως. Έτσι την λέγανε τότε την διπολική διαταραχή. Μακάρι να ήταν μητέρα του. Όμως δεν ήταν. Τον είχε ανταλλάξει παράνομα στο μαιευτήριο. Το δικό της νεκρό παιδί στην θερμοκοιτίδα με τον ολοζώντανο παιδί μιας πόρνης, που είχε κοιμηθεί μια βραδιά με ναύτη του έκτου (ή εβδόμου) αμερικάνικου στόλου. Εξ ου και η ιδιαιτερότητα της μορφής. Ιδιαίτερα μελαχρινός, με πυκνά σμιχτά φρύδια, σαν ζώο ζούγκλας, προϊστορικό κι εξαφανισμένο οπωσδήποτε. Τα μάτια όμως τόσο γαλάζια, τόσο ανοιχτόχρωμα για την ακρίβεια που έμοιαζαν με τις γυαλένιες που έπαιζαν παιδιά.
Σε αυτές τις σκέψεις μεθυσμένος πρόσεχε τους συνήθεις περιπλανώμενους της νύχτας, άστεγους, νταβατζήδες, τοξικοεξαρτημένους, συγγραφείς και ηθοποιούς, σπουδαστές δραματικών σχολών που αναζητούσαν εμπειρίες. Μόνο τσαντάκηδες δεν είχε. Πορτοφολάδες. Αυτοί δρουν εν ώρα πυκνής, πυκνοτάτης κυκλοφορίας. Από κάπου ακούγονται τραγούδια. Κάτι παλιομοδίτικες μουσικές. Τζάνις Τζόπλιν. «Μα ζούνε ακόμη τα παιδιά των λουλουδιών;», αναρωτήθηκε.
Πάνω από τον Λυκαβηττό σκάνε βεγγαλικά. Η Ακρόπολη φωτισμένη. Όχι πως την βλέπει, αλλά την φαντάζεται. Όπως πολλά από τα αγαθά που του λείπουν.
Και τότε ΤΗΝ είδε. Η Δαφνούλα έκθετη, παρατημένη στο πεζοδρόμιο. Έκλαιγε. Πλάνταζε από το κλάμα. Έτσι του φάνηκε, τουλάχιστον.
Τη πήρε. Έτσι απλά την πήρε. Στην αγκαλιά του. Την έκλεψε. Κι εκείνη – η παμπόνηρη – ηρέμησε. Ήξερε πως αν φερθεί λογικά μπορεί να εξασφαλίσει στέγη και τροφή για πάντα. Μωρό, αλλά με τεράστια αναπτυγμένο το ένστικτο τής αυτοσυντήρησης.
Πέρασε γρήγορα από φωτισμένες πυλωτές και διανυκτερεύοντα κέντρα διασκεδάσεως. Δεν ήθελε να ομολογήσει τον έρωτά του. Δεν ήθελε να του την πάρουν. Δεν θα το άντεχε να μείνει μόνος από την αρχή.
Τώρα που την βρήκε θα την κρατούσε κολλημένη πάνω του για πάντα.
Η διαδρομή μέχρι το σπίτι του φάνηκε ατέλειωτη.
Ο δρόμος ζωντάνευε. Η κυκλοφορία πλούταινε. Θα είχαν σχολάσει τα ρεβεγιόν. Οι ταξιτζήδες πήγαιναν γεμάτοι και δεν σταματούσαν ούτε στα φανάρια. Κανείς δεν τον πρόσεχε. Ένας τρελός με μία δάφνη στην αγκαλιά!
Μπήκε γρήγορα στο φτωχικό δώμα, ξεζαλώθηκε το σακίδιο από την πλάτη του με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση σαν χορευτής, σαν κλόουν, σαν ακροβάτης στο τσίρκο μάλλον, έτρεξε και φύτεψε την ξερριζωμένη σε ένα μεγάλο βαρέλι, που είχε μόνο μέσα μόνον έναν μισοξεραμένο απήγανο. Δεν τον έκοβε όμως γιατί κάπου ανάμεσα στα φύλλα του κατοικούσε ένας μεταξοσκώληκας ορφανός κι εκείνος…
Η Δάφνη ήταν μικροκαμωμένη, ψηλόλιγνη και ξερριζωμένη με σκληρότητα από μία γλάστρα μικρού μεγέθους. Φορούσε μάλιστα ακόμη μια πλαστική μπεζ κορδέλλα (κάποτε θα ήταν άσπρη, σαν μεταξωτή). Κουράστηκε να την λύσει χωρίς να τραυματίσει ούτε ένα φύλλο από το περιπλανούμενο φυτό. Τελικά τα κατάφερε. «Αυτά τα δάχτυλα δεν δουλεύουν πια. Όλη την ημέρα στο πληκτρολόγιο. Τι να σου κάνουν; Δεν ανοίγουν πια όπως παλιά. Σκαλώνουν, κολλάνε, παλινδρομούν». Όχι όμως και για τα φυτά. Μήτε για τον αγριόγατο που είχε περιμαζέψει μωρό από τα σκουπίδια και τον μεγάλωσε με τα χίλια ζόρια.
Καλά Χριστούγεννα κύριε Ορφανόπουλε. «Δυο φορές ορφανός. Άλλοι θάβουν δύο γονείς κι εγώ τέσσερις!!!». Υπερβολικός σε όλα του. Ακόμα και στην τρυφερότητά του. Ειδικά σ' αυτήν.
Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί μερικών ανθρώπων είναι τόσο προβλέψιμοι! Ειδικά, άμα τους ξέρεις καλά μέσα στα χρόνια. Ή όταν είναι τόσο νευρωτικοί που κάνει μπαμ η υστερία τους και το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο.
Ήμουνα που ήμουνα συγχυσμένος μετά από ένα ερωτικό καυγαδάκι… τι τα θέλω εγώ παρόμοια μπλεξίματα σε τέτοια ηλικία; Να πάθω καν'α έμφραγμα, να πάθω εγκεφαλικό και να κυκλοφορώ ανάπηρος στα θέατρα; Δεν λέει! «Ήτανε στραβό το κλήμα, το έφαγε κι ο γάϊδαρος κι αποστραβώθηκε».
Αυθεντικός διάλογος έξω από τις τουαλέτες (μπροστά από την ψύκτη) τρίτου ορόφου μεγάλου κτηρίου γραφείων (αστραφτερού – μέταλλο και γυαλί):
Η φωνή ήταν κυματιστή. Η διήγησις ελάμβανε χώραν επί του πεζοδρόμου γνωστού οψοπωλείου στα Εξάρχεια. Η ταβέρνα ήταν ξακουστή για τις λιχουδιές αλλά και για τους …ωτακουστές της. Επειδή σύχναζαν διάφοροι ενδιαφέροντες τύποι (καλλιτέχνες και λογοτέχνες – τρελοί με τα …ούλα τους, εν ολίγοις) όλο και κάτι έχει να ψαρέψει το αυτί κάθε φιλοπεριέργου.
Στην αρχή ήταν φως και μετά έγινε σκοτάδι… Επειδή όλοι ξέρουμε πότε γεννηθήκαμε (όχι όλοι, όχι ο ήρωάς μας). Κι επειδή κάθε ένας και κάθε μία βαθιά μέσα της γνωρίζει πότε θα πεθάνει, σπεύδω να καταθέσω αυτές τις λιγοστές μυθοπλασμένες φαντασιώσεις πριν με αρπάξει η Λευκότητα και με τυλίξει στις ηλεκτρικές, στις μαγνητικές, στις σπινθηρίζουσες...
Η Νίκη (κατά κόσμον Νικολέττα) όταν τρελάθηκε (από τα γερατειά και τα κρυμμένα μυστικά, τα αθώα ψέματα και τις λευκές εκεχειρίες με τον άσπονδο σύζυγό της) σηκωνόταν μαύρα μεσάνυχτα να πάει προς νερού της, μετά βαφόταν, ντυνόταν, φορούσε τα κοσμήματά της όλα κι έτρεχε να φύγει στον κατήφορο. Όταν τη σταματούσαν και τη ρωτούσαν πού πηγαίνεις εκείνη...
Οι χειμώνες της καρδιάς μου