Ξέρετε τι γίνεται όταν αποβιβάζεται ο κόσμος από τα στενά, δίπορτα λεωφορεία σε κεντρικούς σταθμούς του μετρό. Το πατείς με πατώ σε. Βιάζονται όλοι να μπουν πριν βγουν οι προηγούμενοι. Χαϊμός. Χαλασμός κόσμου. Εκεί πάνω στην πολυκοσμία βέβαια, στο στριμωξίδι, στο γαμοσταυρίδι και με τα νεύρα τσατάλι, ανθούν δύο φρούτα «εδώδιμα – αποικιακά»: οι...
Η Έκρηξη
◼ Λογοτεχνική σειρά διηγημάτων: Κλεφτές ματιές
(ένα μικρό διήγημα επιστημονικής φαντασίας)
Αφιερωμένο στο Νίκο, στο Βαγγέλη, στο Σταύρο.
Ο Χ. κοίταζε από το παράθυρο του δωματίου του τη φωτεινή μέρα του Σεπτέμβρη. Είχε βρέξει την προηγουμένη και τα χρώματα του κήπου έλαμπαν.
Εκείνη την ημέρα, από νωρίς το πρωϊ, τον έλουζε μια
ευδαιμονία. Παράξενο αφού, καθηλωμένος στο αναπηρικό του καροτσάκι εδώ και επτά
μήνες, υπέφερε από καρκίνο στον εγκέφαλο.
Ο Χ. ήταν ένας ιδιοφυής επιστήμονας. Καταξιωμένος στον τομέα
της αστρο-σωματιδιακής φυσικής. Ήξερε πως αργοπέθαινε. Όμως, εκείνοι οι μήνες,
από τότε που είδε τη μαγνητική του εγκεφάλου του, ήταν οι πιο ζωντανοί μήνες
της ζωής του. Τα συναισθήματα, οι σκέψεις του είχαν πολλαπλασιαστεί, διέτρεχαν
με ταχύτητα όλο το φάσμα της ανθρώπινης οντότητας και, μερικές φορές, πέρα από
κάθε τι είχε βιώσει στα εξήντα δύο του χρόνια.
Ήτανε νέος για να φύγει. Γνώριζε όμως καλά, πως τα μεγάλα
άστρα καίνε γρήγορα τα καύσιμά τους και η ζωή τους είναι σύντομη. Στην αρχή
συμβιβάστηκε με αυτήν την πραγματικότητα. Όμως αργότερα, όλο και πιο συχνά,
αναρωτιόταν εάν υπήρχε κάτι που μπορούσε να είχε κάνει στη ζωή του για να την
ανατρέψει. Να επιμηκύνει έστω και για λίγο την παραμονή του σε αυτόν τον
πλανήτη, να ταλαντεύεται μαζί του ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια του,
ανακαλύπτοντας τον κόσμο. Ήτανε όμως ούτως ή άλλως πολύ αργά.
Όταν έχασε τις κινητικές του λειτουργίες, άρχισε να
βυθίζεται, από το βάρος του όγκου, της φλεγμονής, ίσως και της απελπισίας, σε
έναν παρήγορο λήθαργο.
Όμως, για άγνωστο λόγο, εκείνη την ημέρα, αρχές Σεπτέμβρη,
οι σκέψεις του έλαμπαν όπως τα χρώματα του κήπου μετά τη βροχή.
Από νωρίς το πρωϊ, με απόλυτη διαύγεια, έφερε στο νου του, για πρώτη φορά, τους μήνες της αρρώστειας του και παρατήρησε ψυχρά, χειρουργικά, τον εαυτό του πώς κατέρρεε μέρα με την ημέρα. Ίσως, όπως ο ήλιος μας που συρρικνώνεται σιγά-σιγά μέχρι να σβήσει κάποτε εντελώς, να γίνει ένας λευκός νάνος, ένα αιώνιο απομεινάρι, μια άχρηστη ανάμνηση του φωτεινού του παρελθόντος. Η σκέψη μιας τέτοιας μοίρας τον συντάραξε. Όχι, δεν την ήθελε.
Γνώριζε πως μόνο τα μικρά άστρα γίνονται λευκοί νάνοι. Τα μεγάλα, πεθαίνοντας εκρήγνυνται. Μια έκρηξη τρομακτική τα διαλύει ολοσχερώς, τα μετατρέπει σε ένα τίποτα, σε μία μαύρη τρύπα, εκσφεντονίζει στο διάστημα τα συντρίμμια τους, γεννώντας νέους κόσμους.
Άραγε εκείνος;
Εάν μπορούσε να διαλέξει, προτιμούσε αυτήν την έκρηξη. Οδυνηρή, όμως ταυτόχρονα ασύλληπτα ωραία. Θα τον διαμέλιζε ολοκληρωτικά, σκορπίζοντας στο στερέωμα όλα όσα υπήρξε, όλα όσα είχε μέσα του αλλά δεν πρόλαβε να φτιάξει, μια παρακαταθήκη που θα φώτιζε έστω και για λίγες δεκάδες χρόνια τον ουρανό, μια πανσπερμία ιδεών για τα θαυμαστά μυστικά, τα αξεδιάλυτα ερωτήματα του νου.
Αυτά σκεφτόταν εκείνο το πρωϊνό, με ένταση, με ανείπωτη
αγωνία, με όλο και μεγαλύτερο πάθος, ώρες πολλές. Ώσπου κάποια στιγμή, κατά το
μεσημέρι, δεν άντεξε πια, λύγισε. Άκουσε καθαρά το δυνατό κρακ του κλαδιού που
σπάει κάτω από το βάρος του χιονιού στα υπέροχα, λευκά βουνά της πατρίδας του.
Και τότε, ένοιωσε τα πάντα με όλες τις αισθήσεις του. Ο νους
του γνώριζε επιτέλους τα πάντα. Ακόμη και ότι την επόμενη μέρα θα ήταν νεκρός.
Τα γνώριζε όλα. Όμως! Δεν είχε λόγια, δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί οι λέξεις, τα
σύμβολα, τα μαθηματικά για να τα αποδείξει.
Φώναξε τη γυναίκα του με όση δύναμη είχε, εκείνη όρμηξε στο δωμάτιό του τρομαγμένη.
-Γράψε. Το c είναι σταθερό μόνο στο δικό μας Σύμπαν.
-Τι λες;
-Το c, η ταχύτητα του φωτός.
Της έκανε νόημα να σωπάσει.
Μια κοκκινοκίτρινη πεταλούδα είχε κολλήσει πάνω στο τζάμι
του παραθύρου.
-Άνοιξέ της.
Άνοιξε και, δισεκατομμύρια χρώματα πλημμύρισαν το δωμάτιο,
ένας τυφώνας σκέψεις τον σάρωσαν, ένα γιγαντιαίο κύμα, ένα τσουνάμι ιδεών. Το
μυαλό του, σαν σφουγγάρι, τα ρούφηξε όλα και αστραπιαία φούσκωσε, γιγαντώθηκε,
τα γράμματα, τα σύμβολα που έβλεπε έγιναν απείρως μικρά και απείρως πυκνά,
ολοστρόγγυλα, σαν λάστιχα αυτοκινήτων που χωρούν στη μύτη μιας βελόνας. Και,
ανάμεσα στα βεγγαλικά που εκσφεντονίζονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα,
κομματιάζονταν ανοίγοντας τα άνθη τους στον ουρανό του μυαλού του, αποκαλύφθηκαν
τρεις μικρές, λευκές, οριζόντιες γραμμές, η μία κάτω από την άλλη.
-Ξ, ψιθύρισε. Γράψε: Ξ.
-Τι;
-Το κεφαλαίο ελληνικό Ξ. Η παράμετρος Ξ ενοποιεί...
Εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου, ο λαμπρός αυτός ο
εγκέφαλος έσβησε για πάντα.
Και τότε, ανέλαβε ο λεγόμενος ερπετοειδής εγκέφαλος. Τον
σήκωσε από το αναπηρικό καροτσάκι, τον έσυρε στο χώμα του κήπου και τον έσπρωξε
να σκαρφαλώσει γρήγορα πάνω στο μεγάλο πεύκο σαν προϊστορικός πίθηκος που
αναζητά μήλα.
Κατερίνα Ζαχαριάδου
Τα χείλη της Ντοντός
Έσφιγγα με δύναμη τα βλέφαρα μου μήπως και μπορέσω να κοιμηθώ μια στάλα, μα εκείνα τα κόκκινα σαν φράουλες χείλη που εξερευνούσαν σπιθαμή προς σπιθαμή το κορμί μου είχαν σφηνώσει στο μυαλό μου.
Η Έκρηξη
Ο Χ. κοίταζε από το παράθυρο του δωματίου του τη φωτεινή μέρα του Σεπτέμβρη. Είχε βρέξει την προηγουμένη και τα χρώματα του κήπου έλαμπαν.
Η Γιαγιά μου η Χρονιά
Στεκόταν εκεί καθιστή με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη και στο πλάι της ο παππούς μου όρθιος με το τσιγκελωτό μουστάκι του, όμορφος άντρας, η φωτογραφία τους κιτρινισμένη από τον καιρό σε μια κορνίζα σε περίοπτη θέση στο σαλόνι μας, δίπλα στα βραβεία του γιου τους του Σπύρου, διακεκριμένου δημοσιογράφου και λαογράφου της Θράκης.
Η μισή αλήθεια
Μια αλήθεια ψάχνω χρόνια και καιρούς για να τη βρω
Μοναχικά Φεγγάρια
Πλημμυρίζει η ψυχή τη φωτίζει το σκοτάδι
Αντίλαλοι
Αντίλαλοι
Οι μυστικές ιστορίες του Οθέλλου Ηστ
⚈ Λογοτεχνικά μονοπάτια
◼ Δείτε στη συνέχεια σειρά επιλεγμένων πρωτότυπων λογοτεχνικών κειμένων,
που έγραψαν οι συνεργάτες μας για να σας
κρατήσουν συντροφιά αν σας αρέσει το διάβασμα.
● Για να διαβάσετε παρακάτω οποιοδήποτε λογοτεχνικό κείμενο σας ενδιαφέρει κάντε κλικ πάνω του.