Καθισμένος σε ένα μικρό καφέ στα Λαδάδικα άκουγα τα γαλάζια φεγγάρια να με μαλώνουν γιατί δεν γράφω τις ιστορίες που ζήσαμε μαζί στα ταξίδια που με συντρόφευαν αυτά τα χρόνια. Έτσι αποφάσισα να γράψω αυτές τις ιστορίες, ιστορίες αληθινές που βίωσα μέσα από τα ταξίδια μου με παρέα τη συντροφιά τους.
Πριν χρόνια λοιπόν σε ένα από αυτά τα ταξίδια που σήμερα όταν τα συλλογίζομαι αγγίζουν τα όρια του αδύνατου, ίσως να φαντάζουν και ως παραμύθι όταν τα εξιστορείς, γνώρισα ένα μοναχικό κύριο, δίπλα σε ένα τζάκι που μισόκαιγε, μακριά σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Γιουγκοσλαβίας λίγο μετά τον πόλεμο.
Σκόνταψα εκεί μετά από μια βλάβη του αυτοκίνητο μου, ένα Honda civic, θυμάμαι ταλαιπωρημένο από τα πολλά χιλιόμετρα, που προσπαθούσαν να μου το επισκευάσουν κάποιοι χωρικοί για εκατό δολάρια.
Έτσι περιμένοντας σε ένα καφενεδάκι του χωριού πάνω από μια ξυλόσομπα και έξω το χιόνι να είναι ένα μέτρο, έχοντας σκεπάσει τα πάντα και ο αέρας να λυσσομανάει σαν να μουγκρίζει κανένα μυθικό τέρας, με πλησίασε ο μοναχικός κύριος που παρατήρησα μπαίνοντας στο καφενεδάκι, από την αρχοντική του κορμοστασιά που κρύβονταν μέσα στα κουρέλια που φορούσε για ρούχα, πίνοντας τη βότκα του στο μπαρ, ο θεός να το κάνει μπαρ δηλαδή, Eλληνας στην καταγωγή και πίνοντας ακόμα μια ρουφηξιά από τη βότκα και τη μέντα του μονολογώντας σχεδόν μου εξομολογήθηκε μια πικρή στην γεύση ιστορία.
Πριν πολλά χρονιά ερωτεύτηκα παράφορα μια κοπέλα μου λέει από το στενό μου οικογενειακό περιβάλλον, πέσανε θεοί και δαίμονες να μου λένε ότι δεν πρέπει, θαρρώ ότι ήταν μακρινή ξαδέλφη μου, το κορίτσι και αυτό ερωτευμένο, η μάνα του το πάντρεψε άρον, άρον, σιχάθηκα τότε και έφυγα από το χωριό μου μετανάστης στην Αθήνα. Εκεί δούλεψα πολύ και κάποτε αγόρασα ένα φορτηγό και το έβαλα στην διαδρομή Θεσσαλονίκη-Βελιγράδι, μετέφερα θυμάμαι τρόφιμα, οδηγός εγώ για να μπορώ να βγάζω καμιά δραχμή παραπάνω.
Έναν χειμώνα σαν το σημερινό, λοιπόν μου λέει σαν τον φετινό, είχα σταματήσει εδώ στο χωριό για να ξαποστάσω, από πίσω ερχόταν ένα τουριστικό λεωφορείο που πήγαινε Βελιγράδι σταματήσαμε και οι δυο εδώ στο καφενεδάκι.
Όπως παρατηρούσα λοιπόν τον κόσμο να κατεβαίνει, νόμιζα πως την είδα, λέω μέσα μου τα μάτια σου παιχνίδια κάνουν και η καρδιά σου ακόμα σε ειρωνεύεται και πλάθει ψεύτικες εικόνες και πλησίασα πιο κοντά. Κόντεψα να λιποθυμήσω, ήταν εκείνη, κυρία πραγματική ψηλή όμορφη σαν κρίνος που σε μαγεύει, έλαμπε, θυμάμαι ότι με κοίταξε φευγαλέα και προχώρησε προς την πόρτα, προχώρησα και εγώ και με μια δρασκελιά έφτασα κοντά της.
«Κατερίνα, της ψιθύρισα» «Παύλο» αδύνατον σκέφθηκα με είχε γνωρίσει μετά από τόσα χρόνια. «Πως βρέθηκες εδώ;» «Εκδρομή με κάποιες φίλες μου» Η ανάσα της έκαιγε τα μάτια μου βούρκωσαν. Κάτσαμε δίπλα στη φωτιά εδώ στο σημείο που καθόμαστε εμείς τώρα, ο ένας απέναντι στον άλλον, τα μάτια της πράσινα με τρυπούσαν την καρδιά, δεν μιλούσαμε ήταν σαν να μείναμε ξαφνικά βουβοί άλαλοι κανένας ήχος, η απόλυτη σιωπή.
Σε λίγο άρχισαν να επιβιβάζονται πάλι στο λεωφορείο, με πλησίασε με χαιρέτησε και κοιτώντας με στα μάτια μου είπε «Δεν τους συχώρησα ποτέ, να ξέρεις, για μένα είσαι πάντα ο Παύλος μου και θα είσαι για πάντα»
ανέβηκε στο λεωφορείο, και όταν αυτό ξεκίνησε έκατσα κατάχαμα παρακολουθώντας το με δακρυσμένα μάτια ώσπου να χαθεί στο βάθος του δρόμου, από τότε δεν την ξαναείδα ποτέ, εγώ όμως δεν έφυγα ποτέ από εδώ λες και περιμένω να γυρίσει.
Ήπιε μια βαθιά ρουφηξιά από τη βότκα που κρατούσε στο χέρι του και μονολόγησε «Φαντάζομαι πως με περνάς για τρελό αλλά μήπως η ζωή έχει καμιά λογική;».
Μέχρι να φτάσω στο Βελιγράδι δεν μπορούσα να ξεχάσω όσα μου είπε και όσα ένοιωσα στα μάτια του πίκρα, πόνο, απογοήτευση και μια βαθιά θλίψη. Όταν καμιά φορά τον φέρνω στη μνήμη μου σπάνια μπορώ να πω πια, προσεύχομαι να έχει βρει ότι έψαχνε ο Παύλος.