Αυτό μου το είχε πει μια πρώην φίλη μου (και νυν ορκισμένη εχθρά μου) για μια άλλη πρώην (και κοινή μας) φίλη, που αυτές μισιόντουσαν και ανταγωνίζονταν μεταξύ τους.
Εκ του φυσικού
«Ό,τι γίνεται εκ του φυσικού είναι καλύτερο» έλεγε ο θυμόσοφος Γιάννης Τσαρούχης, όπως μου μετέδωσε ο δάσκαλός μου Γιώργος Χρονάς που θήτευσε δίπλα του.
Η ιστορία είναι βασισμένη σε πραγματικά στοιχεία αλλά είναι μυθοπλασία, όπως κάθε προϊόν της τέχνης του λόγου.
Χαμηλόμισθος δημόσιος υπάλληλος, εξήντα και. Πώς τα κατάφερε έτσι; Με τόσα πτυχία, γνώσεις. Φιλοδοξία πλέον μηδέν. Μόνον να επιβιώσει. Και να μην προκαλεί. Λάθε βιώσας. Κρύβεται πίσω από το κομπιούτερ του, οχυρώνεται ανάμεσα στις ντουλάπες του, οκτώ ώρες την ημέρα, εννέα, δώδεκα (το πολύ – μετά έρχονται οι νυχτερινοί θυρωροί και σβήνουν τα φώτα). Δεν βγαίνει καν έξω. Ούτε για να καπνίσει ούτε για να τα ακουμπήσει στις καφετέριες και στα τυροπιτάδικα απέναντι. Φέρνει τάπερ από το σπίτι. Και θερμός με καφέ. Θεόπικρο. Τρέμει μήπως τον απολύσουν, μήπως χάσει τη θέση του. Αυτός ο θυμός που κρύβεται μέσα του γίνεται λύσσα, αγωνία, θηρίο που του τρώει τα σωθικά.
Η μόνη του διέξοδος, ο κινηματογράφος. Ζει για εκείνη την μαγική στιγμή που θα βρεθεί στο σκοτάδι της αίθουσας και θα απολαύσει το θέαμα. Ξένες ζωές. Διαμεσολαβημένη γνώση. Υστερίες. Πάθη. Έρωτες. Και τι τον νοιάζει αυτόν; Τα δικά του τα πάθια ποιος θα τα διεκτραγωδήσει; Ας είναι.
Εκείνη την ημέρα είχε ξυπνήσει από νωρίς, να πάει νωρίς στη δουλειά, να κάνει υπερωρία μέχρι τις επτά (κάτι ψίχουλα του δίνουνε στο τέλος του μήνα, ελεημοσύνη, αλλά «μάζευε κι ας είν' και ρώγες» τού έλεγε η γιαγιά του η Μαριγώ).
Σήμερα θα έβλεπε την καινούργια ταινία του Αλμοδοβάρ «Παράλληλες μητέρες» στον κινηματογράφο Άστορ. Πήρε μάλιστα μια φίλη του ομοιοπαθή, αναλόγων διαστάσεων και σινέ-πληκτο [νεολογισμός, αλλά δεν πειράζει].
Έδωσαν ραντεβού 7 και μισή στο ταμείο. Όμως είχε τρελή κίνηση στην άνοδο της Συγγρού προς την πλατεία Συντάγματος, που με ή χωρίς διαδήλωση, μετά ή άνευ πορείας είναι δυσδιάβατος [πολλές καινούργιες λέξεις – δεν πειράζει – αφήγημα είναι].
Την πήρε λοιπόν επτά παρά δέκα και την ενημέρωσε για το κυκλοφοριακό κομφούζιο: «να πάρεις το Μετρό από το Φιξ. Ραντεβού έξω από το Ιντεάλ. Ξέρεις πού είναι. Δίπλα στο Ρεξ». Κι εκείνη του απάντησε: «Ναι, ναι, ξέρω. Σε ένα τέταρτο θα είμαι εκεί». Μια κουβέντα είναι.
Φαίνεται πως ο εγκέφαλος μετά από δώδεκα ώρες συνεχούς εγγρηγορήσεως μπροστά από φωτεινές οθόνες, με ακουστικά ή χωρίς, τα παίζει και δεν ξέρει τι του γίνεται, ανακατεύει εισερχόμενα με εξερχόμενα, καταλαβαίνει ό,τι θέλει και ταξινομεί ό,τι λάχει.
Βρέθηκε λοιπόν να περιμένει σε μια ατελείωτη ουρά στο τέρμα της Πανεπιστημίου πριν την Ομόνοια. Μόλις έφτασε στο ταμείο, συνειδητοποίησε (δεν ξέρω πως, με χρονοκαθυστέρηση επεξεργασίας των έξωθεν σημάτων) πως εδώ παίζουν άλλη ταινία και στήθηκε στο πεζοδρόμιο μπροστά από λάθος αίθουσα.
Τρέχει ασθμαίνων την Πανεπιστημίου ανάποδα, περνάει την Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία, παρασύρεται από την θέα των φωτισμένων κτηρίων και του επιβλητικού Λυκαβηττού στο βάθος, προσπερνάει και ξαναγυρίζει πίσω, στον πεζόδρομο Κοραή, μπαίνει στη Στοά, στέκεται στην σωστή ουρά, αλλά η ώρα έχει φτάσει ήδη οκτώ παρά δέκα. Ψάχνει την αύρα της φίλης του, τον όγκο της, για την ακρίβεια, της τηλεφωνεί, χτυπάει, χτυπάει, αλλά δεν του απαντάει, βγάζει ένα μονό εισιτήριο (Τετάρτη, 5μιση ευρώ), δίνει το πιστοποιητικό εμβολιασμού του, ελέγχουν και την ταυτότητα, την ηλικία του, την φωτογραφία που δεν του μοιάζει πια, μπαίνει και κάθεται. Σκιά τής φίλης του πουθενά.
Τότε αρχίζει το ψυχόδραμα του κοινού. Τρεις κοπέλλες, προφανώς πρωτοετείς φοιτήτριες από την επαρχία, από χωριό, μιλάνε φωναχτά σαν να κάθονται στις απέναντι βεράντες τους και να συνομιλούν [ρούγα το έλεγαν αυτό στα μικράτα μου]. Σχολιάζουν τους πάντες, κρίνουν, κατακρίνουν, επικρίνουν, παρατηρούν και γελάνε, γελάνε σπαρακτικά, σαν να είναι μόνες τους στο σαλόνι, στο μπάνιο του σπιτιού τους καλύτερα, με το νερό να τρέχει.
Λέει η ατημελητότερη: «Μα τον μαλακομαγνήτη έχω; Δείτε, δείτε, μα δείτε ποιος έρχεται να καθίσει δίπλα μου».
Ο κύριος είναι περιποιημένος μεσοαστός, γύρω στα πενήντα με καλαίσθητη πολύχρωμη μάσκα, ακουστικά και κορδόνια στα γυαλιά του, που επιτρέπουν την εναλλαγή σκελετών μυωπίας-πρεσβυωπίας. Κάθεται αποσβολωμένος δίπλα τους, αφού δεν υπάρχει κι άλλη θέση άδεια, ούτε ταξιθέτης φυσικά, μήτε αρίθμησις εισιτηρίων.
Διαμαρτύρεται όμως ηπίως: «Κυρίες μου δεν έχετε κοινωνική αγωγή».
«Μα δεν καταλάβατε, είχαμε μία συζήτηση…», προσπαθεί να δικαιολογηθεί η αρχηγός της κουτσομπολοπαρέας.
«Δεν είχατε συζήτηση, παραλήρημα είχατε, ψυχιατρικής φύσεως. Αλλά βέβαια, αυτά είναι τα αποτελέσματα του κορωνοϊού. Νομίζετε πως εμείς, οι άλλοι άνθρωποι, είμαστε παραισθήσεις, εικονική πραγματικότητα, virtual reality. Δεν ήρθαμε να ακούμε εσάς, την ταινία ήρθαμε να δούμε», λέει ο πρωταγωνιστής μας, με μία αναπνοή. Έχει πάψει πια να είναι φτωχός και παραγκωνισμένος δημόσιος υπάλληλος, θηρίο ανήμερο έχει γίνει που πλέει μένεα [«στην δουλειά χαλβάς, στα μπαρ τσαμπουκάς»].
«Έχει δίκιο ο κύριος», υπερθεματίζει ο κάθε άλλο παρά αυνανιστής.
«Μα είναι κακό να γελάνε;», ρωτάει μια κυρία βορείων προαστίων δίπλα του.
«Να γελάνε με τα χάλια τους, όχι με τους άλλους», ανάβει και κορώνει ο μισθοσυντήρητος.
«Μα κυρία μου, με είπανε μαλάκα», επιμένει ο θιχθείς. «Ανοιχτά, μπροστά σε όλους. Το ακούσανε όλοι!!!», επαυξάνει.
προϊόν της τέχνης του λόγου.
Εκείνη την ώρα εμφανίζεται ασθμαίνουσα και καλοντυμένη η επιβλητική φίλη. Ο αντιπεπονθώς κάνει αμέσως χώρο για να καθήσει στην κενή θέση που της έχει κρατήσει (ως σύγχρονος συνάδελφος …του Καρυωτάκη) στα αριστερά του. Η κενή θέση δεξιά του στεγάζει το παλτό τής καλοβαλμένης κυρίας.
Κι αρχίζει το επόμενο ψυχόδραμα:
«Έχεις βγάλει και δικό μου εισιτήριο;».
«Όχι, σε έπαιρνα και δεν απαντούσες. Νόμιζα πως είχες ήδη μπει».
«Ήμουνα στο μετρό και δεν το άκουγα».
Κάνει μεταβολή, ιδιαίτερα ευκνευρισμένη και φεύγει. Βασίλισσα που αποσύρεται. Πριγκίπισσα, τουλάχιστον.
Οκτώ παρά δύο λεπτά.
Τρίτο ψυχόδραμα:
«Φορέστε τη μάσκα σας κύριε», λέει μια άλλη κυρία κάπου στο βάθος δεξιά.
«Όχι».
«Τι όχι; Γιατί όχι; Εμείς γιατί τις φοράμε;».
«Εσείς δεν είστε τιμωρία όπως εμείς;», λέει αμετανόητη η χαριεντιζόμενη χωριάτα τού πρώτου σκηνικού.
«Σε λάθος ταινία βρεθήκατε κοπέλες μου. Δεν παίζει απόψε το Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης», λέει ο επαναστάτης με αιτία, που ξέχασε ως φαίνεται πως ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας λέει, προβλέπει, επιβάλλει την χρηστή, κόσμια, πολιτικώς ορθή συμπεριφορά τών δημοσίων λειτουργών εντός κι εκτός Υπηρεσίας.
«Μα γιατί δεν φορούν τις μάσκες τους; Είναι ο κανονισμός», λέει η βορείων προαστίων κυρία δίπλα του.
«Πρέπει να το κοιτάξετε. Από αύριο. Να πάτε να κοιταχτείτε σε ειδικό», προτείνει αυτός, ο εξεγερθείς αντιήρωάς μας, στην αγροίκα, ανθηρόστομο, που είπε τον καλοντυμένο άνθρωπο μαλάκα.
Η τρίτη κυρία επιμένει: «Να βάλετε μάσκα κύριε».
«Να, εδώ την έχω», απαντάει ο αντιρρησίας συνειδήσεως.
«Μάσκα!!! Μάσκα!!! Μάσκα!!!», φωνάζει τώρα όλο το κοινό εν χορώ.
«Καλά, τότε, σηκώνομαι και φεύγω», λέει ο επαναστάτης. Παίρνει την κυρία του, συνοδό, σύντροφο, ερωμένη, συγκάτοικο ή ταίρι του και βγαίνουν.
Sms στο κινητό τού πρώτου παθόντος από την αποχωρήσασα φίλη του, την οποία δεν μπορώ να την πω καθυστερημένη. Το αντίθετο μάλιστα. Ευφυέστατη. Αλλά και επιμελής ως προς την εμφάνισή της. «Κρίμα τόσο τρέξιμο. Αφού σου είπα ότι έρχομαι. Αν είχε συμβεί κάτι θα σου τηλεφωνούσα. ΤΕΣΠΑ, που λένε τα παιδιά».
Το σκοτάδι πέφτει. Τίτλοι αρχής στη μεγάλη οθόνη. Προλαβαίνει (ο χαμηλόμισθος γραφιάς) να ψάξει, να αναζητήσει, να αποκωδικοποιήσει επιτέλους στο ταλαίπωρο, ληγμένο και παμπάλαιο κινητό του την καινούργια άγνωστη λέξη: «ΤΕΣΠΑ = ΤΕλος ΠΑντων».
Η ταινία δεν ήταν τόσο καλή όσο όλα όσα προηγήθηκαν.
Τίτλοι τέλους. Ανακούφιση. Κάποιοι σφουγγίζουν μάτια και χέρια και αυτιά.
Ώριμος Αλμβοδόβαρ, χωρίς χιούμορ, που νοσταλγεί τον νεορεαλιστικό ιταλικό κινηματογράφο. Δακρύβρεχτη ταινιούλα σαν του Φίνου, με την Μάρθα Βούρτση, αλλά με την κορμάρα εδώ τής Πενέλοπε Κρουζ».
Τελεία.
Δρ.. Κωνσταντίνος Μπούρας
Η τρέλλα εθεωρείτο κολλητική στον Μεσαίωνα
Η τρέλλα εθεωρείτο κολλητική (στον Μεσαίωνα) από τους νοητικώς ασταθείς – «με στραβό κοιμήθηκες το πρωί θα αλληθωρίζεις» - μα ποιος του είπε να …πηδάνε κάθε τι διαφορετικό – ό,τι περπατάει κι ό,τι κουνιέται, άμα λάχει, ότι νά 'ναι, δηλαδής – και με το συμπάθειο.
ΠΑ-τέρας
Διονυσίου Σολωμού Λάμπρος. [1]
ΟΝΕΙΡΟΦΑΝΤΑΣΙΕΣ
Το Σύμπαν είναι ρευστό. Και τα οικοδομήματά μας επίσης. Είδα πως είχαμε μετακομίσει σε καινούργια εξοχική κατοικία που θα ήταν όμως και μόνιμη διαμονή. Τα πατώματα κλιμακωτά και κεκλιμένα. Σαν ζελέ. Πάλλονταν. Όχι μόνον με τους βηματισμούς αλλά και με τον αέρα!!! Στα ιδιαίτερα δώματα μια στρογγυλοπρόσωπη Ασιάτισσα, φοιτήτρια ίσως. Κάπως...
Στιγμές από τη ζωή μου
Στιγμές από τη ζωή μου
Mε το δικό μας βλέμμα