Προβολές
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί μερικών ανθρώπων είναι τόσο προβλέψιμοι! Ειδικά, άμα τους ξέρεις καλά μέσα στα χρόνια. Ή όταν είναι τόσο νευρωτικοί που κάνει μπαμ η υστερία τους και το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο.
⚊ Aπό τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Αυθεντικός διάλογος έξω από τις τουαλέτες (μπροστά από την ψύκτη) τρίτου ορόφου μεγάλου κτηρίου γραφείων (αστραφτερού – μέταλλο και γυαλί):
- Κι εσείς δεν έχετε ίντερνετ;
- Ναι. Κι εσείς; Α, γι' αυτό είμαστε όλοι στο διάδρομο!
Το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε; Αν όχι, ακούστε το λοιπόν:
Στην τρίτη δημοτικού σχολείου μικρού χωριού (κωμόπολης μάλλον) η νεοφερμένη διδασκάλισσα βάζει Παρασκευή μεσημέρι στα παιδάκια έκθεση με θέμα «Μια καλή πράξη που έκανα το σαββατοκύριακο».
Τη Δευτέρα αρχίζουν οι δημόσιες αναγνώσεις των εκθέσεων. Σηκώνεται πρώτη η Μαιρούλα και διαβάζει αργά, καθαρά, όπως της έχουν μάθει οι γονείς της που δουλεύουν στο παντοπωλείο: «Μία-καλή-πράξη: πέρασα-έναν-τυφλό-στο-φανάρι-απέναντι». Το ίδιο λίγο-πολύ έγραψαν και απαγγέλουν όλα τα υπόλοιπα παιδάκια αυτής της τακτικής, πανέμορφης, χαριτωμένης και πεντακάθαρης τάξης (τα συνώνυμα τα βρίσκουν σε ειδικό λεξικό – λυσάρι για το μάθημα της Έκθεσης Ιδεών).
Σηκώνεται πάνω (τελευταίος) ο Τοτός. Λέει κι αυτός λίγο βαριεστημένα: «Η καλή πράξη αυτουνού του σαββατοκύριακου, κυρία δασκάλα Χριστίνα, η καλή πράξη που έκανα εγώ ήταν να περάσω έναν τυφλό απέναντις, μόλις άναψε το κόκκινο φανάρι».
«Μα πόσοι τυφλοί και πόσα φανάρια υπάρχουν σε αυτό το μικρό γραφικό χωριό;», απορεί φωναχτά κι ερωτά ρητορικώς η ατυχής δασκάλα. Για να πάρει αμέσως (από τον Τοτό βεβαίως σε ρόλο κορυφαίου του χορού κι απ' όλη την τάξη – ένα σώμα μια φωνή):
«Μα ένα φανάρι κι ένας τυφλός, κυρία».
«Και τότε γιατί χρειάστηκε ολόκληρη τάξη για να τον περάσει απέναντι;».
Σιγούν όλοι, σα να σκέφτονται. Αμέσως μετά πετάγεται ο Τοττός:
«Μα αφού δεν ήθελε να περάσει απέναντι, κυρία. Αν δεν τον σπρώχναμε όλοι μαζί πώς θα γράφαμε έκθεση; Πού να την βρεις την καλή πράξη εδώ; Δεν έχετε ακούσει την παροιμία που λέει: κακό χωριό τα λίγα σπίτια – μικρό χωριό κακοί γειτόνοι;».
Όχι, δεν την είχε ακούσει ετούτην την παροιμίαν η ταλαίπωρος Χριστίνα. Μήτε αυτήν μήτε άλλες πολλές που έμαθε (θέλοντας και μη) εκείνη την ανεκδιήγητη σχολική χρονιά. Φεύγοντας (υποβάλλοντας την παραίτησή της προς τον τότε Υπουργό Παιδείας, λίγο πριν τη χούντα των συνταγματαρχών και μετά τον αιματοβαμμένο εμφύλιο πόλεμο) έγραψε – εν κατακλείδι, συν τοις άλλοις: «εν Αρφαροίς ου δύναμαι μενείν. Ει μενείν αποθανείν». Και για να μην αποθάνει κι αυτοχειριαστεί μήτε να μπαλαμουτιαστεί από τους φορείς κι εκπροσώπους της ντόπιας κοινωνίας ο παππάς την ήθελε και για νύφη και για ερωμένη – μεσαιωνικά κατάλοιπα), «πήρε των ομματιών της» η κακομοίρα κι όπου φύγει-φύγει. Διασώθηκεν όμως. Αντιθέτως από την τελευταίαν Ποντίαν ιερόδουλον που «…πηδήχτηκε από το παράθυρο αμέσως μόλις επληροφορήθηκεν ότι οι άλλες …πληρώνονταν». Αρκετά για σήμερα. Φτάνει. Σώώώνννειιι!!!
Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί μερικών ανθρώπων είναι τόσο προβλέψιμοι! Ειδικά, άμα τους ξέρεις καλά μέσα στα χρόνια. Ή όταν είναι τόσο νευρωτικοί που κάνει μπαμ η υστερία τους και το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο.
Ήμουνα που ήμουνα συγχυσμένος μετά από ένα ερωτικό καυγαδάκι… τι τα θέλω εγώ παρόμοια μπλεξίματα σε τέτοια ηλικία; Να πάθω καν'α έμφραγμα, να πάθω εγκεφαλικό και να κυκλοφορώ ανάπηρος στα θέατρα; Δεν λέει! «Ήτανε στραβό το κλήμα, το έφαγε κι ο γάϊδαρος κι αποστραβώθηκε».
Αυθεντικός διάλογος έξω από τις τουαλέτες (μπροστά από την ψύκτη) τρίτου ορόφου μεγάλου κτηρίου γραφείων (αστραφτερού – μέταλλο και γυαλί):
Η φωνή ήταν κυματιστή. Η διήγησις ελάμβανε χώραν επί του πεζοδρόμου γνωστού οψοπωλείου στα Εξάρχεια. Η ταβέρνα ήταν ξακουστή για τις λιχουδιές αλλά και για τους …ωτακουστές της. Επειδή σύχναζαν διάφοροι ενδιαφέροντες τύποι (καλλιτέχνες και λογοτέχνες – τρελοί με τα …ούλα τους, εν ολίγοις) όλο και κάτι έχει να ψαρέψει το αυτί κάθε φιλοπεριέργου.
Στην αρχή ήταν φως και μετά έγινε σκοτάδι… Επειδή όλοι ξέρουμε πότε γεννηθήκαμε (όχι όλοι, όχι ο ήρωάς μας). Κι επειδή κάθε ένας και κάθε μία βαθιά μέσα της γνωρίζει πότε θα πεθάνει, σπεύδω να καταθέσω αυτές τις λιγοστές μυθοπλασμένες φαντασιώσεις πριν με αρπάξει η Λευκότητα και με τυλίξει στις ηλεκτρικές, στις μαγνητικές, στις σπινθηρίζουσες...
Η Νίκη (κατά κόσμον Νικολέττα) όταν τρελάθηκε (από τα γερατειά και τα κρυμμένα μυστικά, τα αθώα ψέματα και τις λευκές εκεχειρίες με τον άσπονδο σύζυγό της) σηκωνόταν μαύρα μεσάνυχτα να πάει προς νερού της, μετά βαφόταν, ντυνόταν, φορούσε τα κοσμήματά της όλα κι έτρεχε να φύγει στον κατήφορο. Όταν τη σταματούσαν και τη ρωτούσαν πού πηγαίνεις εκείνη...
◼ Δείτε στη συνέχεια σειρά επιλεγμένων πρωτότυπων λογοτεχνικών κειμένων,
που έγραψαν οι συνεργάτες μας για να σας
κρατήσουν συντροφιά αν σας αρέσει το διάβασμα.
● Για να διαβάσετε παρακάτω οποιοδήποτε λογοτεχνικό κείμενο σας ενδιαφέρει κάντε κλικ πάνω του.