Είχε πάρει να βραδιάζει, ο
χειμώνας δεν έλεγε να φύγει, Μάρτης μήνας και τα δέντρα λύγιζαν από τον αγέρα
λες και ήταν μεσοχείμωνο, χιόνιζε από
ώρα και το σκηνικό όπως διαμορφωνόταν με
τις άσπρες τούφες να χτυπούν το παράθυρο
μου σχηματίζοντας περίεργα
σχήματα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι με
φόβιζε, είχαν απαγορέψει και την κυκλοφορία και αυτή η απόκοσμη ησυχία θύμιζε κάτι από ταινία τρόμου.
Καθόμουν ώρες ατέλειωτες
στο γραφείο, ο κόσμος σχολούσε, έφευγε και εγώ
εκεί μέσα σε τέσσερις τοίχους τρομαγμένος, κολλημένος στην οθόνη ενός
υπολογιστή, έψαχνα μανιωδώς στο
διαδίκτυο και διάβαζα όσα τραγικά διαδραματιζόταν στο κόσμο, νεκροί κατά χιλιάδες, εκατομμύρια ασθενείς και εκατοντάδες
χιλιάδες στις εντατικές των νοσοκομείων, η καρδιά μου και το στομάχι μου είχαν δεθεί κόμπος.
Δεν ήμουν και ο καλύτερος άνθρωπος
όχι ότι είχα πειράξει κανέναν, φοβητσιάρης ήμουν, αλλά το μεγάλο μου
λάθος ήταν να ερωτευτώ και να αφεθώ στη δύνη ενός έρωτα που με πλήγωσε βαθιά, έτσι όπως ήμουν σακατεμένος από τα βέλη του μάζεψα τα κομμάτια μου και προσπάθησα να ζήσω με ότι έμεινε από τον
Πέτρο ναι Πέτρο με λένε, όχι ότι είναι κανένα φοβερό όνομα αλλά αυτό αποφάσισαν
όταν με βάφτιζαν στο ξωκλήσι της Παναγιάς
στο χωριό μου, γιατί έτσι έλεγαν τον
συχωρεμένο τον παππού μου, με αυτό πορευόμουν έως τώρα, όμως για να είμαι εγώ
καλά βρήκα και ένα υποκοριστικό και έτσι συστηνόμουν στον κόσμο, έτσι όλοι με
φώναζαν Πιτ και γλύτωσα.
Τα μάτια μου πονούσαν και
δάκρυζαν από τις ώρες που είχα μείνει
μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, αλλά τελικά βρήκα αυτό που έψαχνα, μια
σελίδα με όλους τους γιατρούς που χτυπήθηκαν και πέθαναν από την πανδημία που
απλώθηκε σαν μαύρο πέπλο θανατικό σε όλο τον πλανήτη.
Τους μνημόνευε έναν προς έναν από την Ινδία
και το Περού έως την Ιταλία και τη Μεγάλη Βρετανία και δίπλα σε κάθε όνομα
είχε μια φωτογραφία με ένα αναμμένο κεράκι για την θυσία τους στην ανθρωπότητα.
Έψαχνα με αγωνία μήπως και βρω το όνομα της, είχα χρόνια να μιλήσω
μαζί της, από τότε που ένα μεσημέρι μπήκε σένα αεροπλάνο για την Ολλανδία και
χάθηκε έτσι ξαφνικά από τη ζωή μου, ήθελε έλεγε να ζήσει τα όνειρα της.
Άνθρωπος καλοσυνάτος αλλά λάτρευε την Ιατρική η Φένια, η Ιατρική για αυτήν δεν ήταν επάγγελμα αλλά λειτούργημα
που ζούσε για να το ασκεί με πάθος.
Εγώ πάλι ένας απλός υπάλληλος γραφείου ήμουν που δούλευα σε μια διαφημιστική
εταιρεία σαν κλητήρας, πήγαινα και έφερνα επιστολές, δέματα και έκανα θελήματα
ξέρετε έφερνα καφέδες από το κυλικείο, πλήρωνα λογαριασμούς για τα στελέχη της εταιρείας και αλλά τέτοια
καλούδια.
Ο μισθός όχι τίποτα το ιδιαίτερο αλλά τα έβγαζα πέρα με δυσκολία μεν αλλά
τα ψηλοκατάφερνα, με τη Φένια ήμασταν μαζί πάνω από πέντε χρόνια, γνωριστήκαμε τυχαία στη στάση του μετρό στην πλατεία Βικτωρίας όταν τράκαρε πάνω μου καθώς
μιλούσε στο κινητό της και δεν με είδε, εγώ πάλι προσπάθησα να αποφύγω τη σύγκρουση
αλλά δεν τα κατάφερα, σωριαστήκαμε και οι δυο κάτω στο έδαφος αγκαλιασμένοι μέχρι που μας χώρισε η απόφαση της να φύγει στην Ολλανδία πριν πέντε χρόνια. Από τότε δεν ξαναμιλήσαμε, δεν επικοινώνησε ποτέ μαζί μου, απλά
έμαθα από τρίτους, κάτι Έλληνες χρόνια μετανάστες, ότι δούλευε σε ένα
νοσοκομείο στην Αμβέρσα και είχε πια ολοκληρώσει την ειδικότητα της σαν
παθολόγος.
Αποφάσισα να κατέβω στον πρώτο όροφο όπου ήταν η υποδοχή και να
βρω τον Κώστα, ο Κωστής ήταν φύλακας και δούλευε πάντα βράδυ στη φύλαξη της οικοδομής που ήταν τα γραφεία της εταιρείας που εργαζόμουν.
«Κωστή πως είναι τα νέα» Η φωνή μου ακούστηκε σας τροχός, σκληρή, αυτός τράβηξε το παραθυράκι ασφαλείας που μας χώριζε, έχωσε το κεφάλι του μέχρι τη μέση και άρχισε
να μου μιλά γρήγορα, οι λέξεις τρέχανε από τα χείλη του σαν σφαίρες από πολυβόλο.
«Είδα τη Φένια στις ειδήσεις είναι στην εντατική αλλά τώρα είναι
καλύτερα, οι γιατροί λένε ότι διέφυγε τον κίνδυνο, μολύνθηκε από covid19 από μία ασθενή του νοσοκομείου, μην με κοιτάς
με μάτια γουρλωμένα ρε, ναι για τη δική σου τη Φένια μιλώ, τη γνώρισα από
τη φωτογραφία που μου έδειξες, σε κρατούσε
από τον ώμο σε ένα ξενυχτάδικο στα Λαδάδικα σε ένα ταξίδι που κάνατε παλιά στη Θεσσαλονίκη, άκουσα και το όνομα και ήμουν έτοιμος
να σου τηλεφωνήσω να σου πω τα νέα» έκανε μια παύση και συνέχισε «Φένια Σταυρικού
δεν την λένε;».
Έμεινα άλαλος, η είδηση για την υγεία της Φένιας ήταν σαν γρόθος στο μυαλό μου, άκουσα τη μπάσα φωνή του
και μετά πια δεν άκουγα καθαρά τίποτα, λες και βρισκόμουν στον
πύργο της Βαβέλ και οι λέξεις ακατανόητες μου τρυπούσαν το κεφάλι, φωνές και ανάσες καταλάβαινα τίποτα άλλο.
Άρχισα να τρέχω, βγήκα προς τις σκάλες και τις ανέβαινα τρεις-τρεις μπήκα στα γραφεία της εταιρείας που εργαζόμουν, κοντοστάθηκα, άνοιξα την πόρτα από ένα μικρό θάλαμο ένα επί ένα με ένα έπιπλο παλιό
που έμοιαζε για γραφείο, έκλεισα τα φώτα και μες στο απόλυτο σκοτάδι έβγαλα μια
κραυγή που σπάραζε τα σωθικά μου, μετά έπιασα τον εαυτό μου να κλαίει γοερά μέσα
στο σκοτάδι με λυγμούς.
Δεν ήξερα αν χαιρόμουν που βγήκε νικητής από τη μάχη που έδινε για τη ζωή της ή σπάραζε η καρδιά μου που δεν ήμουν εκεί να της κρατώ το
χέρι στις δύσκολες ώρες που περνούσε, είχε άραγε κανένα δίπλα της ή το πέρασε όλο
αυτό μόνη μέσα σε ένα κρύο θανατικό θάλαμο ενός νοσοκομείου.
◼Πριν πέντε χρόνια κάπου στην Αθήνα
«Ζένια μου φεύγω στις τέσσερις το απόγευμα για Άμστερνταμ, λυπάμαι που δεν πρόλαβα να
βρεθούμε και να τα πούμε λιγάκι, καλό μεσημέρι, μόλις φθάσω θα σε πάρω τηλέφωνο.»
Ολοκληρώνοντας το μήνυμα στον τηλεφωνητή της Ζένιας, φίλη της χρόνια από το
πανεπιστήμιο, απενεργοποίησε τη συσκευή
της και κάλεσε ένα ταξί που περνούσε εκείνη
την ώρα από μπροστά της, του έκανε νόημα να σταματήσει, μάζεψε
την ομπρέλα της, μια κόκκινη σε χρώμα και την έβαλε στην τσάντα της. Ήταν ψηλή με καστανόξανθα μαλλιά, καλλίγραμμο
σώμα φορούσε ένα κατάμαυρο φόρεμα που έφθανε
μέχρι το ύψος των μηρών της και κολάκευε
ακόμα περισσότερο τις θηλυκότατες γραμμές
της. Κατέβηκε το πεζοδρόμιο αργά και προσεκτικά για να μη γλιστρήσει στο βροχερό
οδόστρωμα, άνοιξε την πόρτα και έκατσε στην πίσω θέση του ταξί που μόλις είχε σταματήσει με τα το σήμα της ο οδηγός του «Στο αεροδρόμιο πάμε, όσο
πιο γρήγορα μπορείς, μόλις που προλαβαίνω
την πτήση μου» Γύρισε την κοίταξε ο οδηγός, ένας φαλακρός κοντόχοντρος
σαρανταπεντάρης «Θα προλάβουμε μην ανησυχείτε, δεν έχει κίνηση σήμερα, άδειοι είναι οι δρόμοι, τέταρτη μεσημέρι δεν κινείται τίποτα
στην Αθήνα» τις απάντησε χαμογελώντας και έστριψε στη Φορμίωνος με ταχύτητα.
Βγήκε στην την Αττική οδό αφού διέσχισε όλη την Καισαριανή και κίνησε για
το αεροδρόμιο, το ταξί σε λίγα λεπτά θα έφθανε
στον αερολιμένα των Αθηνών, τρέχοντας με εκατό χιλιόμετρα την ώρα τα έτρωγε τα χιλιόμετρα για τα Σπάτα.
Όταν άρχισε να βλέπει από μακριά τα κτήρια του αεροδρομίου έβγαλε
από την τσάντα της το κινητό της της και
έγραψε γρήγορα ένα μήνυμα «Ζένια σε παρακαλώ θέλω να μου κάνεις μία χάρη, στείλε ένα μήνυμα στον Πέτρο και πες του ότι η Φένια έφυγε για Άμστερνταμ και θέλει να χωρίσετε, δυστυχώς δεν είχε το κουράγιο να σου το πει η ίδια και μου ανέθεσε να στο πω εγώ, δεν άντεχε τη σκηνή του αποχωρισμού σε παρακαλώ μην το ξεχάσεις θα σου είμαι αιώνια ευγνώμων».
Απενεργοποίησε πάλι το κινητό της, αφού έστειλε το γραπτό μήνυμα και γύρισε το κεφάλι
της προς στο παράθυρο του ταξί, δε ήθελε να βλέπει την περίεργη όψη του ταξιτζή την αποδιοργάνωνε από τις σκέψεις της.
◼Σήμερα κάπου στην Καισαριανή
Ξύπνησε πάνω σε ένα καναπέ τα μάτια του έτσουζαν, το γραφείο ήταν
άνω κάτω, σπασμένα παράθυρα και ποτήρια, καρέκλες αναποδογυρισμένες, φάκελοι πεταμένοι
στο πάτωμα, η αγωνία του είχε σαλέψει το μυαλό χθες το βράδυ δεν μπορούσε να πιστέψει
ότι θα ζούσε έστω και μια μέρα χωρίς την παρουσία της στον κόσμο.
Με σκούντησε απαλά η καθαρίστρια, ήμουν ξαπλωμένος στο πάτωμα και έκλαιγα είχε ξημερώσει πια «Πέτρο τι χάλια είναι αυτά εσύ τα έκανες;»
«Άστα κυρά Πολυξένη πέρασα δύσκολη νύχτα» «Έλα να τα
μαζέψουμε πριν έρθουν τα αφεντικά και
βρεις τον μπελά σου και με πάρει και εμένα η μπόρα».
Αρχίσαμε να μαζεύουμε τις καρέκλες και τα σπασμένα γυαλιά από
τα ποτήρια, καλύψαμε τα παράθυρα με νάιλον που βρήκαμε στην αποθήκη, και καλέσαμε
κατεπειγόντως έναν μάστορα να μας περάσει καινούργια τζάμια, θα λέγαμε ότι τα έσπασε
ο χθεσινός βαρδάρης. Όταν τελειώσαμε το σιγύρισμα και τη φασίνα έφυγα να πάρω
την αλληλογραφία από την είσοδο και να την μοιράσω στα γραφεία.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε ο φύλακας «Xθες έφυγες σαν τρελός»
«Καλύτερα είμαι Κωστή το μεσημέρι θα πάω να βγάλω εισιτήριο για Άμστερνταμ, θα
ζητήσω άδεια από τη δουλειά και θα πάω να τη βρω, δεν αντέχω την αγωνία θέλω
να ξέρω ότι είναι όρθια, να τη δω με τα ίδια μου τα μάτια ότι είναι καλά».
◼Μία σκάφη για τον Πιτ
Το ταξίδι μέχρι το Άμστερνταμ ήταν οδυνηρό, παντού μάσκες αντισηπτικά φόβος και όλοι σε απόσταση σαν να ήσουν
λεπρός στον μεσαίωνα ένοιωθες, ο Πέτρος βρήκε το νοσοκομείο αλλά η Φένια είχε πάρει εξιτήριο και νοσηλευόταν
στο σπίτι της πια, ένας Έλληνας γιατρός τον ενημέρωσε ότι είχε σχεδόν αναρρώσει και δεν ήταν μόνη σε όλη αυτήν την περιπέτεια της νοσηλείας της, την πρόσεχε ο ίδιος σαν καλός πατριώτης, αυτός του έδωσε και τη διεύθυνση που έμενε στο Άμστερνταμ.
Ένοιωθε πια χαρούμενος θα την έκανε έκπληξη θα πήγαινε να
τη βρει στο σπίτι ακόμα και αν τον έδιωχνε, τα δευτερόλεπτα που θα την έβλεπε
θα του έδιναν δύναμη και ζωή για αλλά δέκα χρόνια.
Έφτασε στην περιοχή που έμενε η Φένια, ήταν δίπλα σε μια πλατεία στο τέρμα των διαδρομών των αστικών λεωφορείων
του κέντρου της πόλης, έψαξε βρήκε την οδό και προχώρησε μέχρι το νούμερο 112 εκεί έμενε, στο ισόγειο.
Ήταν
ένα παλιό διώροφο κτίσμα αναγεννησιακού στυλ, καθώς πλησίασε στην πόρτα για να
χτυπήσει το κουδούνι, ένοιωσε να στάζει σαν ψιλόβροχο από ψηλά, σαν βρύση χαλασμένη ένα πράμα και δυστυχώς πριν προλάβει να ακουμπήσει το κουδούνι, η κυρία που έμενε στον δεύτερο όροφο μια ηλικιωμένη Ολλανδέζα που έπλενε σε μια σκάφη κάτι σεντόνια και μαξιλαροθήκες στο μπαλκόνι, σήκωσε τη λεκάνη με τα ασπρόνερα για να τα πετάξει στον δρόμο σκόνταψε σε ένα παλιό σκαμνί που ήταν παραπέρα δεν είδε τον Πέτρο
και όπως παραπάτησε όλο το περιεχόμενο της σκάφης, όλα τα ασπρόνερα δηλαδή, τα σκόρπισε επάνω του.
Ο Πέτρος έμεινε εμβρόντητος για λίγο και μετά άρχισε να φωνάζει
και να βρίζει στα Ελληνικά, η γριούλα τρόμαξε φώναξε ένα Ωχ! μακρόσυρτο και τρέχοντας κλειδαμπάρωσε την εξώπορτα και τα παραθυρόφυλλα φοβούμενη τα χειρότερα από την αντίδραση του Πέτρου.
Πληγωμένος όπως ήταν από παλιά θόλωσε και χάθηκε μέσα σε τρελές και παράλογες σκέψεις, θεώρησε ότι κάποιος από το περιβάλλον της Φένιας που ανέκαθεν τον υποτιμούσε, τον είδε όταν πλησίαζε προς το σπίτι, τον αναγνώρισε και του φέρθηκε με αυτόν το
κάκιστο και αχαρακτήριστο τρόπο.
Κατέβασε το κεφάλι και απομακρύνθηκε τρέχοντας, βγήκε στην πλατεία, πήρε ένα ταξί και κλαίγοντας σιωπηλά πήγε
στο Αεροδρόμιο, άλλαξε την πτήση της επιστροφής και μετά από δέκα ώρες αναμονής
επέστρεψε στην Αθήνα με την πρώτη πτήση που βρήκε ελεύθερη. Όμως τούτο το ταξίδι τον είχε συντρίψει, τον είχε διαλύσει για πάντα τη ζωή και τον αποτρέλανε στη κυριολεξία.
Αν δείτε έναν άντρα σκυφτό να τριγυρνά στην πλατεία Βικτωρίας με ένα τσιγάρο πάντα στο χέρι, να γνωρίζεται ότι είναι ο Πέτρος, βγαίνει
πάντα τα μεσάνυχτα φορώντας τα ίδια ρούχα
που φορούσε εκείνη την αποφράδα μέρα, μόλις κάνει αργά ένα κύκλο στην πλατεία στρίβει στα στενά της και καταλήγει πάντα σε ένα μικρό κουτούκι στην Πλάκα, πίνει ένα ποτηράκι κρασί, τρώει λίγο τυράκι, αυτό το κομό της Νάξου ξέρετε και επιστρέφει στη φυλακή του μικρού διαμερίσματος του στα Πατήσια.
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής