Συνήθως κάθε ιστορία στο τέλος της έχει ένα νικητή και έναν ηττημένο, στη δική μας όμως ιστορία αυτό το αξίωμα έχει δύο όψεις.
Πράσινα μάτια, αυτό το βαθύ πράσινο που λάμπει όταν σε κοιτούν και νομίζεις ότι σε ταξιδεύουν στις ακτές του
Ιονίου τον θεριστή Αύγουστο, πάντα σε μαγεύουν σαν μάγισσες, σαν ξωτικά, ζητάς, θέλεις να χαθείς μέσα
τους, να κολυμπήσεις, να γευτείς την ομορφάδα τους.
Αυτή πάλι η έκφραση όταν ανταποκρίνονται στο κάλεσμα σου σε οδηγεί να θέλεις να χαθείς στα μύχια μυστικά του κορμιού τους, πιστεύεις ότι μαζί τους ταξιδεύεις λεύθερος
σε λιβάδια που είναι απάτητα και σε περιμένουν
να τα πατήσει ο πόθος σου, θέλεις να τρέξεις πάνω τους να τα μακελέψεις, να σε πυρακτώσει η φωτιά που καίει μέσα τους, υπόσχονται όταν τα λατρέψεις να σε πλημμυρίσουν από γεύσεις εξωτικές που η γλυκάδα τους θα λιώνει στα χείλη σου.
Η Γαρουφαλλιά ήταν ψηλή,
αδύνατη, όμορφη θα την έλεγε κανείς, από μικρή έμεινε ορφανή, ζούσε σε ένα
χωριουδάκι στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Καταγόταν από τη Λάρισα και ήρθαν
εδώ με τον πατέρα της όταν η μητέρα τους πέθανε από τύφο τον Απρίλη του 37, ο πατέρας της τότε την πήρε και ήρθαν στην Κρήτη εδώ στο χωριό σε κάτι μακρινούς συγγενείς τους από την πλευρά της μάνας της. Ο πατέρας της σκοτώθηκε τις πρώτες μέρες του πόλεμου, τον Νοέμβρη του 1941 από μια ιταλική σφαίρα
στα βουνά της Πίνδου, τον θάψανε εκεί μαζί με άλλους συμπολεμιστές του, της
έλειπε πολύ είχε τα δικά του μάτια, πράσινα και φωτεινά σαν ήλιος που φωτίζει τα βάθη
της θάλασσας.
Σήμερα σηκώθηκε
χαράματα έφαγε λίγο παξιμάδι που το βούτηξε σε λίγο τσάι για να μαλακώσει, έκανε πάστρα στο σπίτι, μια μικρή φτωχική καλύβα στην άκρη του χωριού που τους παραχώρησαν οι συγγενείς με την προτροπή του Παπαβαγγέλη και ξεκίνησε πρωί- πρωί για να μαζέψει ξύλα
από το δάσος, ήταν λίγο παραπάνω από το χωριό πάνω από την εκκλησιά του Αι
Γιώργη, καμία πεντακοσαριά μέτρα μακριά από τον χωματόδρομο που ένωνε την εκκλησιά
με το χωριό.
Οι βελανιδιές και τα κυπαρίσσια
σκέπαζαν τον ήλιο και έκαναν πιο ευχάριστο
το περπάτημα, για είκοσι του Μάη έκανε πολύ ζέστη φέτος. Είχε ήδη μαζέψει κάτι τσαλιά και ξεραμένες
τσουκνίδες που τις έδεσε όλες μαζί με κάτι άσπρες κορδέλες από πανί για να τις χρησιμοποιήσει
για να ανάψει την πυροστιά και μετά θα έβραζε πάνω της το τσουκάλι με τη φασολάδα της.
Φόρτωσε τα δεμάτια στον ώμο, μόλις τα έδεσε ξεκίνησε για την επιστροφή, ήταν ακόμη πολύ πρωί και θα προλάβαινε πρώτα να πάει
να μαγειρέψει και να βοηθήσει την κυρά Μόρφω που είχε πιάσει τα ογδόντα και
όπως έμεινε χήρα και ανήμπορη χρειαζόταν καθημερινή βοήθεια και συντρόφια και μετά να ασχοληθεί με το δικό της τσουκάλι.
Στην αρχή άκουσε ένα βουητό
σαν μέλισσες που κινούνται με ταχύτητα γύρω σου και μετά πλημμύρισε ο ουρανός με αεροπλάνα,
τα έβλεπε να ξεπετάγονται πίσω από τα σύννεφα και από μέσα τους πηδούσαν άνθρωποι, αμέσως άνοιγαν
κάτι σαν μουσαμάδες, αλεξίπτωτα τα έλεγαν είχε ακούσει, σαν τέντες τα παρομοίαζε τώρα που τα έβλεπε καλύτερα και στις άκρες είχα κάτι σαν σχοινιά που έδεναν γύρω από το σώμα
τους και έπεφταν από τον ουρανό σαν αρπακτικά προς το μέρος της.
«Οι Γερμανοί έρχονται από ψηλά» ούρλιαξε με τρόμο, άρχισε να τρέχει
με κατεύθυνση προς το χωριό, μόλις βγήκε στο ξέφωτο βρήκε κάτι συγχωριανούς
της και κάτι Άγγλους στρατιώτες που είχαν αναπτυχθεί σε όλο το ξέφωτο και ήταν χωμένοι σε κάτι ορύγματα μέσα στο έδαφος για να προστατεύονται από τα πυρά και να μην
τους διακρίνουν από ψηλά όπως έπεφταν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές.
Οι στρατιώτες άνοιξαν
πυρ με ριπές που έσκιζαν τον ουρανό, όπως και οι Κρητικοί συμπατριώτες της για να
αποτρέψουν ή να καθυστερήσουν τη ρίψη των αλεξιπτωτιστών, ο τόπος θύμιζε κόλαση, εκρήξεις, σφαίρες να
γαζώνουν το έδαφος, κραυγές πόνου, ουρλιαχτά με διαταγές από τον επικεφαλής αξιωματικό των Άγγλων στρατιωτών, η
Γαρουφαλλιά τρομαγμένη γύρισε και έτρεξε να κρυφτεί προς το δάσος, βρήκε μια
σπηλιά πίσω από ένα μικρό καταρράκτη που σχημάτιζε το ποτάμι πέφτοντας από ψηλά, στη συνέχεια δημιουργούσε μια μικρή λιμνούλα, διέσχιζε όλο το δάσος, το χωριό και χυνόταν μακριά στη θάλασσα.
Κρυβόταν εκεί πολλές μέρες τρώγοντας χόρτα και ρίζες, τα μάζευε γύρω από τον καταρράκτη όταν βράδιαζε για να μην την αντιληφθούν οι Γερμανοί αν καταλάμβαναν το χωριό.
Περίμενε πότε θα τελειώσει αυτό το μακελειό των ανθρώπων, πόλεμο τον έλεγαν ανάθεμα τους, την τρόμαζαν τα όπλα, είχε χάσει ήδη τον πατέρα της, μόλις μπορούσε και ησύχαζαν κάπως τα πράγματα θα
πήγαινε να βρει την κυρά Μόρφω σκεφτόταν πως θα έβγαζε τις μέρες μόνη και αβοήθητη η κακομοίρα.
Πράσινα μάτια,
θολά, νεκρική σιωπή, κρεμασμένος από ένα δέντρο κάπου στα βουνά της Κρήτης ο Γερμανός αλεξιπτωτιστής. Βαθύ πράσινο, θολό όπως η καταχνιά θολώνει τον ορίζοντα, κορμί σαπισμένο μέρες, μάτια που οσμίζονται τον θάνατο αγριεμένα εχθρικά, γεμάτα
οργή, έκπληξη που σε τρομάζουν.
Ο αγέρας τα μαστιγώνει
γιατί πάτησαν τούτο το σύννεφο, γιατί τους λίγωσε η επιθυμία για να σκλαβώσουν
τα πράσινα μάτια τα λεύθερα και τα τιμωρεί τα εχθρεύεται μαζί με τη βροχή που ξεπλένει το χρώμα τους
και τον ήλιο που σαπίζει το κορμί τους.
Πράσινα μάτια, χρώμα
της ζωής που περνάει σαν αστραπή αλλά σε σημαδεύει με την ομορφάδα της.
Βράδιασε, ο Χαν ήταν
ώρες κρεμασμένος από την βελανιδιά, το αλεξίπτωτο του το άρπαξε ο αέρας και αφού το έσκισε σε τρεις μεριές το
πέταξε πάνω στα κλαδιά του ψηλού κωνοφόρου δέντρου, φώναζε ώρες για
βοήθεια, τα πράσινα μάτια του θόλωσαν από τον πόνο που του προκαλούσε το τραύμα του, κανείς δε τον άκουγε είχε δεχθεί μια σφαίρα στο στομάχι καθώς πλησίαζε στο έδαφος από εχθρικά πυρά και αιμορραγούσε, έβλεπε τον θάνατο να πλησιάζει αργά και χιλιάδες εικόνες και σκέψεις περνούσαν
με κινηματογραφική ταχύτητα από μπροστά του. Καταλάβαινε ότι δεν θα
ξανάβλεπε τη γυναίκα του τη Χέλγκα που θα άφηνε μόνη με τα δύο μικρά παιδιά τους
που τα λάτρευε, δεν ήθελε να πάρει μέρος στον πόλεμο αλλά η δύνη του τον έφερε αλεξιπτωτιστή
στην Κρήτη να συμμετέχει με άλλους δεκατέσσερις χιλιάδες συμπατριώτες του αλεξιπτωτιστές
στην επιχείρηση «'Ερμής» των δυνάμεων του άξονα. Είχε χάσει πολύ αίμα ώρες τώρα κρεμασμένος από τα κλαδιά, δεν άντεξε άλλο τους αφόρητους πόνους και λιποθύμησε, αργότερα μετά από ώρες
ξεψύχησε μόνος και αβοήθητος.
Στης παρυφές του δέντρου το χώμα είχε γίνει κόκκινο,
το τίμημα του πόλεμου ο Χαν το πλήρωσε με
την ζωή του. Τα πράσινα μάτια του ξεθώριασαν
και η ζωή και η λάμψη τους δραπέτευσαν όταν έκλεισαν σφιχτά γιατί τα σφράγισε ο θάνατος. Το κορμί του κρεμασμένο
μετά από μέρες σάπισε και η οσμή του θανάτου πλημμύρισε το δάσος, τα άκρα του
έπεσαν στο έδαφος και τα τσακάλια βρήκαν τροφή ουρλιάζοντας στο φως του
φεγγαριού.
Η Γαρουφαλλιά τόλμησε και βγήκε από τη σπηλιά δεν άντεχε άλλο, η πείνα και η μοναξιά τη σκότωναν αργά και βασανιστικά, ξεκίνησε να πάει στο χωριό, πέρασε παράλληλα από
το ποτάμι και λίγο πριν βγει στο ξέφωτο ένα ουρλιαχτό έσκισε τα σπλάχνα της, είδε
τον Γερμανό στρατιώτη κρεμασμένο στη βελανιδιά και τα άκρα του μισοφαγωμένα, σκορπισμένα γύρω
από το δέντρο μιας και το βράδυ είχαν γίνει βορά στα τσακάλια.
Έπεσε στη γη και άρχισε
να προσεύχεται για τον νεκρό, το πράσινο χορτάρι είχε γίνει κόκκινο, έκλαιγε ασταμάτητα
δεν άντεχε, δεν ήθελε να βλέπει, δεν μπορούσε να βλέπει, γύρισε την πλάτη της, έκανε
τον σταυρό της και άρχισε να τρέχει πάνω στον χωματόδρομο προς το χωριό της. Το βρήκε κατεστραμμένο, οι Γερμανοί για αντίποινα για
τη σθεναρή αντίσταση που προέβαλαν οι συμπατριώτες της το κάψανε, το ισοπέδωσαν
στην κυριολεξία η Κάντανος το μικρό χώρο της έξω από τα Χανιά θα έκανε πολλά χρόνια για μπορέσει να γεννήσει μέσα του πάλι χαρούμενες παιδικές φωνές, το βαθύ πράσινο είχε γίνει βαθύ κόκκινο και τη φύση πια δρόσιζε και άνθιζε από το αίμα των συγχωριανών της.
Όταν πια έφτασε τρέχοντας στο σπίτι της κυρά
Μόρφως τη βρήκε νεκρή πεσμένη μπρούμυτα στη είσοδο με το κεφάλι της τσακισμένο από κάποιο υποκόπανο
ενός Γερμανού στρατιώτη.
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής